Tuesday, April 4, 2023

You make me brave

It had been a while since she wrote one of her stories. 

She had been through heaven and hell since the last time. 

She had developed a career, her former lovers were long gone into the night and replaced by long-term relationships that she had been in since then. She was reading the stories she had written over ten years ago and was wondering "who the hell is this person?"... What happened to me since then until now? Who did I become? Why? How? When? When did I become this whole different person? This unhappy person that can no longer enjoy making love or simply having sex? When did I become this person that is focused on the darkness and can no longer see the light?

It had been a tough path to reach where she was now. Only she did not willingly go there; not consciously at least. She, somehow, ended up there. Who is she today? She couldn't answer this question right now. She hadn't been able to for a while. She didn't recognise herself, she didn't like who she had become. But instead of having the clarity to admit what led her to that place, she was blaming it on her inner child. That little one that had made all the wrong decisions, she was the one to blame. She was responsible for all her troubles, it was all her fault! It didn't matter that all was fine, that little version of her buried deep inside was to blame for everything. That little version of her had to die, she had to be "taken care of", which in her mind meant to get rid of her. She was angry. She was hopeless. She was desperate to be someone else, without being able to point out what was wrong with who she was. Who she had become... 

It had been years since she last wrote. It had been years since she last felt feelings of joy. It had been a long time since she was free enough to express herself. Who was she a prisoner of? She couldn't answer that question if her life depended on it. All she knew was that she was not good enough. Not anymore. Was she ever though? Nobody could tell her.

All she knew was how far she had come. Unfortunately, this did not offer any kind of consolation. She had made something of her life, in the social way of her times at least... She had become a great professional; she had a great job, one she feared she was not good enough for. She had her own home, one she feared she would lose if she lost her job. She had friends to support her through thick and thin, ones she feared would give up on her if they knew who she truly was. She had family that was constantly by her side, one she feared would one day have enough of her and will only allow her in their lives because they "had to". So who was she truly? 

She was a wet puppy under a bridge... She had been drowning in the ocean. Wave after wave, she was underwater. Stuck in head-in by the strong currents and hitting her head on the rocks at the bottom of the sea. There was nothing but water around her. The deeper she was pulled, the darker it was getting. She closed her eyes and tried to remember her face. But all she could see was a doll.




A porcelain doll that had suffered enough. She had ruptures, broken pieces, her true colours had faded. 

She was going to therapy, and at first, she felt like she had taken a hammer and was breaking her porcelain self into pieces, a little at a time. She was broken into 100 pieces, and kept breaking herself further, into a thousand pieces, and again, into a million pieces. Until she would become nothing but colourless sand... And then?

Then she started picking all the pieces up, she started to re-assemble herself. Her colourless sand started to form a shape. And little by little some color started popping up. She was never going to be the same. She was getting reborn. A brand new, healthy version of herself. 

So she started talking to her little version... Her little porcelain broken self. Just the two of them. The two of them and her two cats. She was so afraid she would end up alone, she didn't realise she had been pushing away the only existence that had been and always will be accompanying her throughout the remainder of her path: her Self. 

And this is when she realised it... It had all started. From this point onwards it was inevitable: she would never be alone again! She now had to master her motherly instincts in order to protect that inner child. She no longer needed to have children to feel whole. She already had a broken, damaged, hurt child to take care of. She allowed her to sit next to her on her new sofa, in their new home. She welcomed this child for the first time. She let her breath. She let her feel. She even tried to take care of her. She promised her that the next time she feels scared she will not have to face that fear alone: 


And keep my eyes above the waves
When oceans rise, my soul will rest in Your embrace
For I am Yours and You are mine

Your sovereign hand
Will be my guide
Where feet may fail and fear surrounds me
You've never failed and You won't start now

As your love, in wave after wave
Crashes over me, crashes over me
For You are for us

You are not against us
Champion of Heaven
You made a way for all to enter in

Let me walk upon the waters
Wherever You would call me
Take me deeper than my feet could ever wander
And my faith will be made stronger
In the presence my Saviour (You make me brave)
As Your love, in wave after wave

Spirit lead me where my trust is without borders

You make me brave
You make me brave

No fear can hinder now the promises You made

Sunday, August 30, 2009

Your arms feel like home...

Καθόταν σε μια μικρή άσπρη καρέκλα, πλαστική και χιλιοχρησιμοποιημένη, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Βρισκόταν σε ένα νησί στην άγωνη γραμμή και έμενε με την παρέα της σε μία παραλία απομονωμένη, με θέα την γειτονική χώρα και το κάστρο του νησιού. Είχαν αράξει έξω από τις σκηνές και συζητούσαν χαλαρά. Παρόλο που τα κουνούπια έκαναν επιδρομές και γέμιζαν τα κορμιά τους κόκκινα σημάδια που τους φαγούριζαν για μέρες μετά, δεν τους πείραζε: προτιμούσαν να κοιτούν ψηλά, το μισογεμάτο φεγγάρι και να προσπαθούν να μανγέψουν τους αστερισμούς. Τα κινητά δεν έπιαναν, το μοναδικό φως προερχόταν από μία λάμπα με αέριο που είχαν βάλει ανάμεσά τους. Σιγανή μουσική έπαιζε από ένα κινητό με μισοτελειωμένη μπαταρία και ένα τσιγάρο ελευθέρωνε τον καπνό του.

Τα μαλλιά της μύριζαν θάλασσα και το δέρμα της ηλιοκαμμένο την έτσουζε μερικές φορές. Όλοι ήταν εκεί μα το μυαλό της ταξίδευε. Πετούσε σε μέρη μακρινά, προσπαθούσε να μαντέψει πού ήταν ο έρωτάς της: "είχε μάθει το σκληρό πως χαράζει αλλά όχι πώς χαράζεται"... Τον ευχαριστούσε για όσα είχε κάνει και ήθελε να του τηλεφωνήσει αλλά ήξερε πως δεν θα 'ταν εκεί. Δεν υπήρχε τίποτα που δεν θα έκανε για να μπορέσει να δει για μια στιγμή μέσα στα μάτια του και να πάρει ως απάντηση την δική του ματιά. Έκλεινε τα μάτια της και δεν ήξερε που την πήγαινε το μυαλό. Τον έβλεπε να περπατά απέναντι της και ενώ ήξερε πως δεν ήταν ο μοναδικός εξακολουθούσε να τον ξεχωρίζει από όλους.

Έγειρε το κεφάλι της πίσω και κοίταξε το μαύρο σεντόνι που απλωνόταν από πάνω τους. Ένα δροσερό αεράκι έκανε τις τρίχες στα χέρια της να σηκωθούν και κείνη ανασκουμπώθηκε και έσφιξε το λευκό πουλόβερ στους ώμους της. Σιγά σιγά η παρέα άρχισε να διαλύεται άλλα έκανε μικρή διαφορά. Της μιλούσαν μα εκείνη δεν αποκρινόταν, ήταν χαμένη στον κόσμο της. Η ώρα είχε πάει τρείς τα ξημερώματα, άλλοι κόντευαν να αποκοιμηθούν και άλλοι προσπαθούσαν να κυκλοφορήσουν με φακούς. Εκείνη έπαιζε με το κολιέ της και αναρωτιόταν αν θα τον έβλεπε ξανά αλλά η μόνη απάντηση που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως "tomorrow never dies" όπως είπε ο πρώτος αναχωρήσας της παρέας μαζί με την καληνύχτα του.

Θυμόταν την τελευταία φορά που τον είχε δει: ήταν μια μέρα πριν εκείνος αποχωρήσει για τις διακοπές του. Την είχε καλέσει στο σπίτι του, να περάσουν μαζί λίγο χρόνο. Όπως ήταν φυσικό εκείνη δεν αρνήθηκε! Μόλις πήγε έβγαλαν και οι δύο τα ρούχα τους και ξάπλωσαν αγκαλιά, ζούσαν τον έρωτά τους... Έλεγαν για τις διακοπές τους, για το πού θα πήγαιναν, για το πόσες μέρες θα έμεναν μακριά από την μεγαλούπολη, για τις παρέες τους. Αναπωλούσαν τις τόσες νύχτες που είχαν περάσει μαζί, τα φιλιά τους που τα έπαιρνε ο άνεμος, τα γλυκά βιαστικά όνειρα που έβλεπαν μαζί στο μαξιλάρι. Ήταν ο ένας λιμάνι απάνεμο στην θάλασσα του άλλου. Είχαν χάσει τον λογαριασμό πια για το πόσες φορές είχαν βρεθεί και είχαν ενώσει τα σώματά τους. Για κείνη όμως αυτό το προσωρινό -μάλλον- αντίο ήταν ένα αγκάθι στην καρδιά.

Ξαπλωμένη όπως ήταν άνοιξε τα μάτια της τον κοίταξε και τον άγγιξε με νόημα. Όλη εκείνη την ώρα τον χάιδευε μα όταν τον είδε ένιωσε την ανάγκη του για λίγο έρωτα, για ένα άγγιγμα πιο ιδιαίτερο. Και του το έδωσε. Έκαναν έρωτα μία φορά εκείνο το βράδυ και ήταν γλυκός, τρυφερός. Καθώς η νύχτα έπεφτε βαθιά γύρω τους, εκείνη αναρωτιόταν αν θα την κατέβαλε αυτός ο αποχαιρετισμός και παρόλο που ήταν μέσα καλοκαιριού ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. Φοβόταν πως δεν θα μπορούσαν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο, όσον θα περνούσαν χωριστά. Εκείνη όμως ήταν πρόθυμη να το προσπαθήσει γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να τον έχει στην ζωή της.

Ξαφνικά μια έντονη λάμψη την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν κάτι περίεργο, κάτι μοναδικό: ένα τεράστιο πεφταστέρι. Πρόλαβε και το είδε πεντακάθαρα, όλη την πορεία της πτώσης του, σε κείνον τον κατασκότεινο ουρανό. Άφησε πίσω του μια παχιά άσπρη γραμμή φωτός, αυτό που οι Ισπανοί αποκαλούν "εστέλα" -πάντα θυμόταν αυτή την λέξη σε παρόμοια περιστατικά γιατί μια πολύ καλή της φίλη, σχεδόν οικογένεια, λεγόταν έτσι- και αμέσως μετά έκανε έναν υπόκωφο κρότο και έσκασε σαν πυροτέχνημα με μία σαν μικρή μωβ έκρηξη που όμως στην πραγματικότητα φάνηκε τερατώδης στα μάτια της. Εκείνη την στιγμή ένιωσε σαν να πετούν πεταλούδες στο στομάχι της και ίσα που πρόλαβε και έκανε μια ευχή: "Να με σκέφτεται εκεί που είναι, να με περιμένει και όταν πια γυρίσουμε στην ρουτίνα της καθημερινότητας να είμαι εγώ για κείνον και αυτός για μένα ό,τι θα δίνει χαρά στα βράδια μας!". Έκλεισε τα μάτια και περίμενε. 'Ενα πέπλο έπεσε από πάνω της και κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο κόπηκε. Δεν ένιωθε, δεν μύριζε, δεν έβλεπε τίποτα. Θυμόταν μόνο πως ένιωθε στην αγκαλιά του και ανυπομονούσε να επιστρέψει σ' αυτήν:


There's a life inside of me that I can feel again,
It's the only thing that takes me where I've never been,
I don't care if I lost everything that I have known,
It don't matter where I lay my head tonight,
Υour arms feel like home...feel like home...


This life ain't the fairy tale we both thought it would be,
I can see your smiling face as its staring back at me,
I know we both see these changes now...
I know we both understand somehow...


Wednesday, July 22, 2009

Will you still love me tomorrow?



"You sniffed me out like I was Tanqueray" της είπε καθώς έμπαινε στο υπνοδωμάτιο γυμνός, κρατώντας δύο ποτήρια τζιν-τόνικ. Συνέχισε λέγοντας "είναι αυτό που τραγουδά η αγαπημένη σου Amy, και τώρα εσύ θα το πιείς", και άπλωσε το χέρι του να της δώσει το ένα ποτήρι ενώ ταυτόχρονα ρούφηξε μία γουλιά από το άλλο. Γύρισε στην κουζίνα, έφερε ένα μπολ με τσιπς και κάθησε μαζί της στα πόδια του κρεβατιού, μισοξαπλωμένος. Εκείνη καθόταν οκλαδών λίγο πιο πάνω, επίσης γυμνή και τον κοίταζε έχοντας μια βαθιά απορία για τα όσα είχαν μόλις συμβεί.

Οι δυο τους εδώ και καιρό βρίσκονταν μία φορά την βδομάδα και δοκίμαζαν τις επιδόσεις τους στον έρωτα. Την έπαιρνε με το αυτοκίνητο και την πήγαινε σπίτι του. Κάθονταν για λίγο στον καναπέ πίνοντας αλκοόλ και ακούγοντας μουσική. Εκείνη μιλούσε και εκείνος την άκουγε προσεκτικά, την ρωτούσε για την καθημερινότητά της, για την οικογένειά της, τους φίλους της. Όσο μιλούσε, της χάιδευε το χέρι και την κοιτούσε στα μάτια. Άλλες φορές, όταν εκείνη φορούσε ανοιχτό ντεκολτέ, περνούσε το χέρι του από το στήθος της αργά και την πλησίαζε ελάχιστα χωρίς να το καταλαβαίνει αλλά χωρίς να θέλει να την διακόψει. Τότε εκείνη αντιλαμβανόταν πως ήταν ώρα να σταματήσει να μιλάει και να αρχίσει να αισθάνεται. Αυτός ήξερε τα πάντα για την Corinne με λεπτομέρειες, για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της. Αλλά πριν προλάβει εκείνη να ρωτήσει για την δική του ζωή, χωρίς καν να το συνειδιτοποιούν, την φιλούσε απαλά στα χείλη και το μυαλό άλλαζε πορεία. Η ίδια ήθελε πολύ να μάθει κάτι αλλά ήξερε πως δεν του ήταν εύκολο να μιλάει για τον εαυτό του. Από την άλλη αυτό την βόλευε λίγο γιατί δεν ήξερε πως να αντιμετωπίσει όσα πιθανόν να άκουγε. Έκαναν καταπληκτικό σεξ, αλλά τα συναισθήματα από την πλευρά του παρέμεναν πάντα ένα μυστικό καλά κρυμμένο! Μόνο πάνω στο πάθος μερικές φορές είχε αφήσει να φανούν οι επιθυμίες του, κάποια συναισθήματά του, κάποιες αδυναμίες του και όπως ήταν φυσικό ό,τι του ξέφευγε η Corinne το κατέγραφε και δεν το ξεχνούσε ποτέ! Λέξεις, κινήσεις, ματιές, όλα...! Έτσι είχαν αναπτύξει μια σχέση στην οποία εκείνη καταπίεζε τον εαυτό της για να μην πει όσα λαχταρούσε η καρδιά της κι αυτός της το ξεπλήρωνε με το να της προσφέρει απλό-"χερα" την ικανοποίηση που τόσο επιθυμούσε.

Ήταν και οι δύο ανίκανοι να επιβιώσουν χωρίς τον έλεγχο μίας κατάστασης. Αλλά ποτέ δεν γίνεται στην ίδια κατάσταση να έχουν τον έλεγχο ταυτόχρονα και τα δύο ανταγωνιστικά πρόσωπα που κυριαρχούν σ' αυτή. Έτσι συμβιβάζονταν, εκείνος με το να πιστεύει -μάλλον!- ότι εκείνη δεν είχε κανέναν απολύτως έλεγχο και ιδέα του τί περνούσε από το μυαλό και την καρδιά του, και κείνη με το να κερδίζει τον έλεγχο όταν τον είχε ανάμεσα στα πόδια της, όταν την ώρα του σεξ κατηύθυνε τα λόγια του προσπαθώντας να τον κάνει να ομολογήσει κάτι όσο βρισκόταν στην αδύναμη στιγμή και με το να προσπαθεί διαρκώς να μαντέψει τί εκείνος σκέφτεται ή νιώθει και συνήθως να πέφτει μέσα. Ίσως το ήξερε και ο ίδιος ότι εκείνη μάντευε τις σκέψεις του, και ίσως να μάντευε λάθος αλλά οι υποθέσεις που έκανε την βοηθούσαν να νιώθει σημαντική για κείνον.

Η Corinne το τελευταίο διάστημα ένιωθε μία ακατανίκητη έλξη μεταξύ τους. Κατά βάθος πάντα πίστευε ότι υπήρχε, αλλά από την στιγμή που η απαγόρευτική τους εκτός-σπιτιού σχέση τελείωσε με το που μπήκε το καλοκαίρι, τον είδε να την πλησιάζει με τολμηρά βήματα! Από τότε που έληξε το ζήτημα που τους επέβαλε να διατηρούν τυπικές σχέσεις όσο βρίσκονταν σε δημόσιους χώρους, εκείνος είχε χαλαρώσει εμφανώς. Την ημέρα που όλα τελείωσαν, την πέρασαν μαζί. Ο David της μίλησε διστακτικά και την ρώτησε γεμάτος αγωνία που προσπαθούσε να μην αφήσει να φανεί αλλά που εκείνη διαισθανόταν, αν είχε αποκαλύψει το μυστικό τους σε κάποιον. Εκείνη απάντησε με μια γλυκεία ευχαρίστηση ότι δεν θα συνέφερε κανέναν τους κάτι τέτοιο και ότι μπορούσε να την εμπιστευτεί. Κατάλαβε πως αρχικά δεν την πίστεψε, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί αυτό που του είπε. Την ευχαρίστησε δεόντως, με έναν τρόπο τόσο ανταποδωτικό όσο όμως και ειλικρινή... Την ευχαρίστησε με τις πράξεις, ή μάλλον, την πράξη που ακολούθησε, και αργότερα και με τα λόγια του. Ήταν πλέον αργά άλλωςστε για οτιδήποπτε διαφορετικό καθώς την είχε ήδη εμπιστευτεί, με το να ξεπεράσει τους φόβους του και με το να πάρει ένα τόσο μεγάλο ρίσκο. Εκείνη εκτιμούσε βαθιά την εμπιστοσύνη που της έδειξε, όπως επίσης ακόμη περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο άθελά του την ευχαρίστησε. Καταλάθος εκείνο το βράδυ την είχε αφήσει να ρίξει μία μικροσκοπική ματιά στα συναισθήματά του.

Εκείνη τον ήθελε, τον σκεφτόταν διαρκώς και πάντα είχε μια ανεξήγητη γλύκα απέναντί του. Για κείνη τα βράδια τους δεν ήταν μόνο σεξ. Όταν ήταν μαζί τον κοίταζε για να τον χορτάσει, χωρίς εκείνος να το ξέρει. Όταν έφευγε μύριζε το άρωμά του στο δέρμα της, σιγοτραγουδούσε τα τραγούδια που άκουγαν μαζί, έκλεινε τα μάτια της και θυμόταν το πρόσωπό του, το κορμί του, την φωνή του. Οι αισθήσεις της όταν ήταν με εκείνον αιγήρονταν σε τέτοιο βαθμό που κάθε φορά της φαινόταν σαν μία νέα εμπειρία! Ένιωθε, λοιπόν, πως και κείνος είχε αρχίσει να βλέπει το πράγμα λίγο πιο ζεστά.


Νωρίτερα εκείνο το απόγευμα ο David είχε στείλει μήνυμα στην Corinne. Τις τελευταίες μέρες της έστελνε καθημερινά για να βρεθούν αλλά δεν τα είχαν καταφέρει. Εκείνη την μέρα όμως, η Corinne, αποφάσισε πως ήθελε να τον δει οπωσδήποτε! Έκανε τις δουλειές που είχε αφήσει στην μέση γρήγορα-γρήγορα, μετέτρεψε το δέρμα της σε βελούδο και ξεκίνησε για την περιπέτεια της βραδιάς. Είχαν αρχίσει ένα παιχνίδι και εκείνο το βράδυ έπρεπε να φορέσει ό,τι πιο πρόστυχο είχε στην ντουλάπα της και να έχει μαζί της ό,τι πιο kinky είχε στο δωμάτιό της. Έβαλε λοιπόν μισό φούξια μπλουζάκι και το μισό της σορτσάκι, τα αφόρετα ψηλότερα τακούνια της, έριξε και το φαρδύ μαύρο φορεματάκι της από πάνω (δεν μπορούσε να βγει έξω ημίγυμνη!) και ξεκίνησε βιαστικά.

Τον συνάντησε στο γνωστό σημείο και κείνος μέσα στο καινούριο του σπόρ αυτοκίνητο την περνούσε από ακτίνες για να διαπιστώσει πού στο καλό είχε πάει η πρόστυχη εμφάνιση που δικαιούνταν εκείνο το βράδυ! Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο, πέρασαν μέσα από την αυλή με το γιασεμί και κείνη έσκυψε και το μύρισε όπως κάθε φορά. Ήταν το αγαπημένο της λουλούδι, και καθώς και κείνος το λάτρευε επίσης, είχε ένα καταπληκτικό δέντρο στην είσοδο του σπιτιού του. Ακόμη και το άρωμά της μύριζε γιασεμί, κάτι που σχεδόν κάθε φορά σχολίαζε ο David. Της άνοιξε την μουντή ξύλινη πόρτα και μπήκαν στο σπίτι όπου η αυξημένη θερμοκρασία από τον καύσωνα της ήμέρας ήταν αισθητή. Κάθησαν στον μικρό κόκκινο καναπέ, και κείνη άναψε τον ανεμιστήρα που βρισκόταν δίπλα του ώστε να την φυσάει στο πρόσωπο. Τα μαλλιά της ανέμιζαν ελαφρώς ενώ η ανυπόμονη ματιά του την έκανε να αποκαλύψει την πρόστυχη ενδυμασία που ο David δεν είχε ιδέα πως είχε φορέσει για χάρη του. Εκείνος την ώρα που γδυνόταν, την ρώρησε αν ήθελε μία μπύρα αλλά τελικά... δεν της την έφερε ποτέ. Μόλις είδε το κορμί της ημίγυμνο ξανακάθησε, πιο κοντά της αυτή την φορά και την φίλησε στον λαιμό. Συνέχισαν να μιλάνε ενώ φιλιόντουσαν ήρεμα ακόμη. Εκείνος έκανε την χαρακτηριστική κίνηση και πέρασε το χέρι του από το εκτεθειμένο στήθος της. Υποσυνείδητα ήταν το σύνθημα τους, ότι ήρθε η ώρα να φύγουν τα ρούχα και να έρθουν τα χάδια και το πάθος για να μοιραστούν τον καναπέ μαζί τους. Εκείνη έπιασε αυτό που προεξείχε ανάμεσα στα πόδια του και το ένιωσε υγρό, έτοιμο να την στείλει στα ουράνια. Σηκώθηκε να κλείσει τα φώτα και η ατμόσφαιρα έγινε ρομαντική και πλήρως ερωτική. Εκείνη ανέβηκε στην αγκαλιά του και για λίγο έτριψε το κορμί της πάνω του. Οι κινήσεις τους ήταν αργές, απολάμβαναν κάθε δευτερόλεπτο που άγγιζαν ο ένας το δέρμα του άλλου. Αφού έβγαλε τα λιγοστά της ρούχα, εκείνος κάθισε ψηλά στον καναπέ και την χάιδευε παντού ενώ εκείνη έπαιζε μαζί "του" ολόγυμνη. Τον ρώτησε τί ήθελε να κάνουν και της απάντησε πως ήθελε μόνο να την βλέπει, να την βλέπει να βρίσκεται γυμνή στο σαλόνι του γεμάτη επιθυμία να τον έχει. Την κοίταξε για λίγο και καθώς την σήκωσε της είπε "ματάρες μου!", την πήγε προς το δωμάτιο, και όπως πάντα περπάτησε από πίσω της και την αγκάλιασε με τον αγαπημένο της τρόπο, χωρίς να ξέρει πόσο της αρέσει... Το σώμα του άγγιζε την πλάτη της όπως βρισκόταν από πίσω της και την φιλούσε στους ώμους, παραμερίζοντας με το χέρι του λιγάκι τα μαλλιά της. Στην μέση της διαδρομής την σταμάτησε και έσκυψε πίσω της, άρχισε να φιλά τα πόδια της από κάτω προς τα πάνω, όχι παθιασμένα, απλώς με θαυμασμό. Επέμεινε ιδιαίτερα στο σημείο κάτω από την μέση, στην οποία είχε βάλει τα χέρια του και την κρατούσε σφιχτά. Στην συνέχεια, φιλώντας την στα χείλη την έφερε ώστε να έχει τον τοίχο πίσω της, έσπρωξε το κορμί του πάνω της και έβαλε τα χέρια του δίπλα στο πρόσωπό της. Τα φιλιά τους σκοτείνιασαν και τα κορμιά τους άρχισαν να ιδρώνουν, εκείνη ανήμπορη να ξεφύγει τον αγκάλιασε σφιχτά και ελευθέρωσε την καρδιά της από το στενό κλουβί που την φυλάκιζε για να μην καταλάβει εκείνος πόσο τον θέλει. Της είπε να πάει στο δωμάτιο και έκανε να την πάει με φιλιά μέχρι την πόρτα. Τους περίμενε όμως και τους δύο από μία έκλπηξη: για εκείνη ήταν ότι ο David πήγε στην τουαλέττα να πάρει ένα προφυλακτικό, πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί μεταξύ τους παρά μόνο στην πρώτη τους επαφή το οποίο τελικά έμεινε αχρησιμοποίητο, και κείνος δεν είχε δει ακόμη το δεύτερο κομμάτι της πρόκλησης, που βρισκόταν στην ακουμπησμένη στον δερμάτινο καναπέ τσάντα της. Όσο έβαζε το προφυλακτικό εκείνη έφερε τις γούνινες χειροπέδες της. Απορημένη τον είδε να τις αφήνει στο πλάι και να την αρπάζει στην αγκαλιά του. Μπαίνοντας μέσα της την ρώτησε "σου 'λειψα;". Απίστευτο! Δεν τον είχε ακούσει ποτέ να την ρωτάει για τα συναισθήματά της για κείνον, δεν τον είχε δει ποτέ περιμένει μιαν απάντηση με τόση αγωνία! Το πλησιέστερο περιστατικό σε αυτό που μόλις είχε συμβεί ήταν όταν την ρώτησε αν... θα πηδιέται με άλλους όσο θα λείπει διακοπές και αμέσως μετά η δήλωσή του πως θα την κάνει να σκέφτεται εκείνον κάθε φορά που θα την αγγίζει άλλος άντρας. Εκείνη απάντησε πως από την Κυριακή τον ήθελε συνεχώς, προσπάθησε γυρνώντας το στο σεξουαλικό να αποφύγει να του πει πως της έλειπε κάθε λεπτό που βρισκόταν μακριά του. Για πρώτη φορά λοιπόν έκαναν έρωτα, με προφυλακτικό. Για πρώτη φορά ήταν όλα τόσο τρυφερά. Για πρώτη φορά εκείνος ένιωσε την ανάγκη να τελειώσει μέσα της. Το συναίσθημα ήταν συναρπαστικό και για τους δυο τους! Αφού τελείωσαν φίλησε το στήθος της, τα χέρια της και το πρόσωπό της και ξάπλωσε κοντά της. Της μιλούσε γλυκά και χάιδευε τα μαλλιά της.

Σιγά σιγά άρχισαν πάλι τα παιχνίδια και κείνη του έκανε αυτό που ήξερε πως τον οδηγούσε στην απόλυτη απώλεια του ελέγχου και που στην ίδια άρεσε πολύ. Τον έγλειψε ως το τέλος, και κείνος όσο αυτή τον γευόταν της μιλούσε. Όταν τελείωσε και πάλι, η Corinne χώθηκε στην αγκαλιά του. Ξάπλωσε η μισή πάνω του και κείνος την φίλησε στα μαλλιά, στο πρόσωπο, στα χείλη και δεν έπαψε στιγμή να χαϊδέυει το χέρι και την πλάτη της. Λίγη ώρα ακόμη πέρασε και το πήραν πάλι από την αρχή. Έκαναν έρωτα για τελευταία φορά εκείνο το υπέροχο βράδυ και τελείωσε και πάλι μέσα της. Αυτή την φορά το ένιωσε, τον ένιωσε να τρέμει από την ηδονή, τον ένιωσε να τελειώνει, ένιωσε την ανάσα του στον λαιμό της και τον άκουσε να βγάζει τον αναστεναγμό της ολοκλήρωσης. Έμειναν στο κρεβάτι και σχεδόν τον πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά της. Της ζήτησε για άλλη μια φορά να μείνει μαζί του το βράδυ, μα εκείνη δυστυχώς δεν μπορούσε. Τότε ήταν που σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα του και γύρισε με τα δύο ποτήρια τζιν-τόνικ και τα τσιπς.

Έφτασε κάποια στιγμή που η Corinne έπρεπε να φύγει και που ο David είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Πήγαν λοιπόν στο σαλόνι και την ώρα που ντύνονταν την ρώτησε: "περνάς καλά εδώ, μαζί μου;". Εκείνη σαστισμένη από την ρομαντική πολιορκία του απάντησε χαμογελώντας πως αν δεν περνούσε καλά δεν θα συνέχιζε να τον βλέπει, να έρχεται σπίτι του και να του δίνεται. Ίσως όμως να μην έγινε πολύ σαφής γιατί εκείνος επέμεινε λέγοντας της πως μιλούσε πολύ σοβαρά. Βγήκαν στην βεράντα να περιμένουν το ταξί, και την ώρα που έφτασε, εκείνος σηκώθηκε, έκοψε ένα κλαδάκι από το γιασεμί και της το έδωσε λέγοντάς της "σ' ευχαριστώ που ήρθες". Η καρδιά της κόντευε να σπάσει, αλλά συγκρατήθηκε, του χαμογέλασε και δίνοντάς του ένα φιλί του είπε "εγώ σ' ευχαριστώ" και έφυγε.

Έτσι έληξε εκείνη η υπέροχη βραδιά και καθώς η Corinne ήξερε πως οι ζωές τους ήταν εντελώς ασύμβατες και πως ήταν επιεικώς πάρα πολύ δύσκολο να γίνει το ζευγάρι του, έμεινε μόνο μία απορία να βασανίζει το μυαλό της:



Tonight you're mine completely,
You give your love so sweetly,
Tonight the light of love is in your eyes,
But will you love me tomorrow?

Is this a lasting treasure,
Or just a moment's pleasure,
Can I believe the magic of your sighs,
Will you still love me tomorrow?

Tonight with words unspoken,
You said that I'm the only one,
But will my heart be broken,
When the night
Meets the morning sun?

I'd like to know that your love,
Is love I can be sure of,
So tell me now and I won't ask again,
Will you still love me tomorrow?

Monday, June 8, 2009

Mojito dance @ Mykonos...




Βρίσκονταν σε ένα μικρό και σκοτεινό μπαρ, χωμένο σε ένα από τα αμέτρητα σοκάκια του νησιού. Όλο το νησί χόρευε σε ρυθμούς ανελέητους, είχε βουλιάξει από νέους που το μόνο που ήθελαν ήταν να αφεθούν, να τους παρασύρει η ατίθαση αυτή αύρα και να περάσουν στιγμές αξέχαστες. Όλοι έπιναν, χόρευαν, τραγουδούσαν χωρίς να έχουν πια φωνή. Διασκέδαζαν χωρίς διακοπές, αυτό ήταν για κείνους ξεκούραση. Ήξεραν πως μέχρι να γυρίσουν στην βουή της πόλης θα είχαν ξεχάσει τους και τις παρτενέρ που συνόδευαν αυτά τα βράδια. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό τους αυτή την ξένοιαστη απόδραση. Λίγο παραπέρα ακουγόταν το κύμα που έσκαγε ανυπόμονο στο δρομάκι που ποδοπατούνταν οι θαμώνες των παραλιακών κλαμπ, ακουγόταν η δυνατή μουσική που ήταν η ίδια για όλους, τα τακούνια που χτυπούσαν στις πέτρες σύμφωνα με τον ρυθμό και ο ερωτισμός που ξεχείλιζε από παντού... Τα κορμιά ιδρωμένα, φιλιά, χάδια, η ατμόσφαιρα σε σημεία ανεξέλεγκτα και ο χορός πρόστυχος για να επιβεβαιώνει τα αντίστοιχα λόγια. Μαυρισμένοι κοιλιακοί και στήθη, ανέμελα μαλλιά και αλατισμένα σώματα δεν έπαυαν να κινούνται, μισό-καλυμμένα με άχρηστα περιτυλίγματα. Άλλοι ντυμένοι εντυπωσιακά, άλλοι με όσο λιγότερα μπορούσαν, με μαγιώ, χωρίς παπούτσια, κατευθείαν από θάλασσα και ηλιοκαμμένοι. Οι κοπέλες όλες πανέμορφες και ανταγωνιστικές, οι άντρες έτοιμοι να τις κερδίσουν ανεξαρτήτως απαιτήσεων.


Όσο λικνίζονταν οι καλοκαιρινοί χορευτές, λουσμένοι με αλκοόλ, η Stacey και ο Joey κοιτάζονταν επίμονα και άφηναν την επιθυμία τους να τους παρασύρει. Περίμεναν το δροσιστικό Mojito να σερβιριστεί και χόρευαν στους ρυθμούς του ομώνυμου τραγουδιού. Εκείνος άγγιζε το κορμί της, την έσφιγγε πάνω του και την οδηγούσε να χορέψει παράλληλα μ' αυτόν. Το Mojito έφτασε και όσο κατέβαινε το ποτό, τόσο η θερμοκρασία αυξανόταν. Το ρούμι έσταζε στο μπούστο της από τον ασταμάτητο χορό και κείνος το μάζευε με την γλώσσα του απ' το κορμί της. Όσο περνούσε η ώρα μεταμορφώνονταν σε ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Οι ρυθμοί ανέβαιναν, το χέρι είχε βρει καταφύγιο κάτω από την φούστα της και τα σώματά τους είχαν γίνει ένα. Τον χάιδευε όπου μπορούσε, περνούσε το χέρι της από την πλάτη του, βρεχόταν και αυτή από τον ιδρώτα του, τον άγγιζε σε ιδιαίτερα σημεία απροκάληπτα. Σιγά σιγά τα ρούχα τους λιγόστευαν, κανείς όμως δεν έδειχνε να ενοχλείται. Μάλλον ακολουθούσαν το παράδειγμά τους: ζευγάρια επίσημα και ανεπίσημα, φρέσκιες αφίξεις στο νησί, είχαν βρει τον παράδεισό τους. Τσιγάρα και ποτά κυκλοφορούσαν συνοδεία με τους ιδιοκτήτες τους από μαγαζί σε μαγαζί, εναλλάσονταν τα περιβάλλοντα διαρκώς σε μία ατέρμονη αναζήτηση νέων ευκαιριών.

Όταν πλέον η λάβα έκαιγε τα κορμία και των δύο, έφυγαν από το χαοτικό αυτό σύστημα αμαρτωλών και κατευθύνθηκαν προς το ξενοδοχείο. Πριν καλά καλά φτάσουν στο δωμάτιο είχε αρχίσει η πράξη που θα τους εκτόξευε σε δρόμους πονηρούς. Έβγαζαν τα ρούχα ο ένας του άλλου, και τα μοίραζαν στους διαδρόμους καθώς πλησίαζαν στο μέρος που σε λίγο θα γινόταν μάρτυρας του έρωτα τους. Η μουσική δεν είχε σταματήσει, ακουγόταν μακρινή ίσα ίσα για να δίνει ρυθμό στις κινήσεις τους. Από το μπαλκόνι φαινόταν η πισίνα και κόσμος πήγαινε και 'ρχόταν, ερωτοτροπούσε στα νερά, έπινε και χόρευε, παρεκτρεπόταν χωρίς αναστολές. Η ζέστη έμπαινε από το ορθάνοιχτο παράθυρο. Εκείνη ξάπλωσε στο κρεβάτι και ετοιμάστηκε να τον δεχτεί μέσα της. Το φως που τρύπωνε από το καλοκαιρινό φεγγάρι, αντανακλούσε στα κορμιά τους και διέγραφε με ακρίβεια κάθε τους κίνηση. Φίλησε απαλά τα πόδια της που ήταν στηριγμένα στους ώμους του. Έβαλε το χέρι του στην γυμνή κοιλιά της και έκανε μία διστακτική κίνηση προς τα μπροστά. Οι κινήσεις τους σταδιακά άρχισαν να γίνονται όλο και πιο γρήγορες μέχρι που και οι δύο τους εξάντλησαν τα ποσά ικανοποίησης που μπορούσαν να αντλήσουν ό ένας από τον άλλον.

Μετά την δυνατή εμπειρία τους, έπεσαν στο κρεβάτι μουδιασμένοι. Εκείνος την αγκάλιασε και φίλησε το πρόσωπό της στο πλάι, εκεί που αρχίζουν τα μαλλία. Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά της, και το άλλο του χέρι κάτω από το στήθος της, γύρισε το σώμα του προς την μεριά της και της είπε στ' αφτί πως δεν θα ξεχνούσε ποτέ την βραδιά τους. Οι σκιές και το μισοσκόταδο τόνιζαν τις καμπύλες της και κείνος έσυρε το χέρι του κατα μήκος του κορμιού της. Ιδρωμένοι και με μία ανείπωτη χαρά, μετά από λίγο, σκεπάστηκαν με τα λευκά σεντόνια και έκλεισαν τα μάτια τους. Τους πήρε ο ύπνος αγκαλιά και τους ξύπνησε το φως της ανατολής.

Όταν η Stacey άνοιξε τα μάτια της βρήκε ένα λευκό τριαντάφυλλο ακουμπισμένο στο μαξιλάρι δίπλα της, και πριν προλάβει να αναρωτηθεί πού είχε πάει, ο χθεσινοβραδινός σύντροφός της χτύπησε η πόρτα. Εκείνη έτρεξε μ' έναν ανεξήγητο ενθουσιασμό, τυλίχτηκε με το σεντόνι και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Ήταν ο Joey που είχε πάει να της φέρει πρωινό. Αφού της έκλεψε ένα σωρό φιλιά, το έφαγαν μαζί και ντύθηκαν για παραλία. Ξεκίνησαν μια καινούρια μέρα και μία καινούρια ζωή μαζί.

Sunday, May 24, 2009

Through the Mosnoon


Η Sandy αλλοπαρμένη άκουσε τους χτύπους της πόρτας που την έφεραν και πάλι στην πραγματικότητα. Ταξίδευε στις σκέψεις της, που είχαν όμως μορφή τυφώνα. Μέσα της επικρατούσε η καταιγίδα που άφηνε υγρά και κρύα όσα άγγιζε στο πέρασμά της. Ερήμωνε τα παλιά της στέκια και πάγωνε τα απομεινάρια από τα οποία αρπαζόταν η Sandy για να θυμάται και να νοσταλγεί τα όσα είχαν περάσει. Είχε καιρό να νιώσει ευτυχισμένη και ήξερε πως για αυτό δεν έφταιγε ούτε η αναμαλλιασμένη της καρδιά, ούτε ο ατίθασος χαρακτήρας της.

Είχε περάσει αρκετό καιρό μόνη της, ελεύθερη και ανεξάρτητη. Αλλά αυτό που ζητούσε ήταν η γλυκιά εξάρτηση του έρωτα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ήθελε μονάχα να αγαπηθεί, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Ονειρευόταν έναν άντρα που θα την έπαιρνε από το χέρι και θα της έδινε την ψυχή του. Περίμενε εκείνον που θα υπηρετούσε πιστά και θα τον φρόντιζε με λατρεία, με αστείρευτη αγάπη. Αναζητούσε κάποιον να θαυμάσει και να θαυμαστεί. Ένα υποκατάστατο της οικογενειακής αγκαλιάς, μια καλή πρόθεση, ένα χαμόγελο το πρωί μαζί με το πρωινό της. Ήθελε κάποιον να χαζεύει μέχρι να αποκοιμηθεί και να τον βρίσκει να την χαζεύει εκείνος όταν θα ξυπνούσε. Ήθελε αυτόν τον έρωτα που τόσο έντονα είχε βιώσει. Ακόμη και αν ερχόταν και πάλι μαζί με μια τραγική απογοήτευση. Ήθελε μια γνώριμη μυρωδιά, ένα δέρμα απαλό να αγγίζει το δικό της κάτω από τα σκεπάσματα, ένα χέρι να περνά τα δάχτυλα αργά μέσα από τα μαλλιά της, μια φωνή να της σιγοτραγουδά, ένα κορμί να την ζεσταίνει, μια παρέα να την περιμένει. Μια αγάπη, έναν έρωτα, μια θέρμη στην καρδιά που να την μοιράζεται με Εκείνον, οι δυο τους κόντρα σ' όλο τον κόσμο. Άξιζε τον κόπο για εκείνη έστω και μια στιγμή ευτυχίας που την μοιράζεσαι με κάποιον άλλο, όλο τον πόνο που μπορούσε να αντέξει. Περίμενε το παραμύθι της ν' αρχίσει και ήταν έτοιμη να θυσιάσει ό,τι χρειαζόταν για να το προστατεύσει.

Μέσα σ' αυτό το διάστημα πέρασε πολλές βραδιές με καβαλιέρους και ιππότες. Έκανε "έρωτα" -όπως εκείνοι έλεγαν-, έκανε σεξ -όπως το ονόμαζε η ίδια-. Γιατί στον έρωτα νιώθεις, δεν πονάς:

Όταν βρισκόταν με κείνον που τόσο την έκανε να πετά στα σύννεφα, με κείνον που της προκαλούμε θαυμασμό και που την έκανε να νιώθει πως θέλει να γίνει δικιά του και πως κάθε θυσία για εκείνον θα ήταν μικρή, κατέβαλε προσπάθεια για να μην του δείξει τα συναισθήματά της. Για να μην αφεθεί και του το πει! Ήξερε καλά πως δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από την έβγαιναν από ην πόρτα του για να την πάει σπίτι της. Δυστυχώς ποτέ δεν είδε την λαχτάρα στα μάτια της. Ποτέ δεν πρόσεξε πως χάιδευε τα μαλλιά του ή το κορμί του μετά την πράξη εξαγνισμού... Για εξαγνισμό επρόκειτο, ήταν το κρυφό αντάλλαγμά της για την ευκαιρία να βρίσκεται μαζί του έστω και για λίγο. Εξάγνιζε έτσι λοιπόν το άλλοθί της και πλήρωνε το αντίτιμο, που πολύ θα ήθελε να είναι απλώς η αποθέωση της συνύπαρξής τους και όχι κάτι σαν δόλωμα. Για εκείνον όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι ερωτικό, απολύτως ρηχό. Μα η Sandy, σαν παιδί, τον ονειρευόταν.

Ο άλλος που γέμιζε τον χρόνο της, ήταν καλλιτέχνης! Παρόν μόνο σε οριζόντια θέση, αλλά μόλις η ανόητη προσπαθούσε να πει δυο λόγια με τον εραστή της, εκείνος την αγνοούσε προκλητικά. Είχε όμως εξ' αρχής δηλώσει τις προθέσεις του, κάτι που δεν της άφηνε περιθώρεια διαμαρτυρίας, παρά μόνο φυγής.

Η Sandy γνώριζε διάφορους. Πήγαινε σε κρυμμένες παραλίες με κρύους τύπους που της προσέφεραν προσοχή άλλα κατά τα άλλα άφηναν την ψυχή της αδιάφορη. Άλλες φορές με παλιούς φίλους που της προξενούσαν ξεχασμένα συναισθήματα μα και πάλι... κάτι πήγαινε στραβά. Πάντα για κάποιο λόγο όλοι ήταν ανεπαρκείς.

Σκεφτόταν το παρελθόν της. Πως εκείνο κατακλιζόταν από ανθρώπους που τουλάχιστον στο συντροφικό κομμάτι, σε κείνο που της αναλογούσε και ειδικά στην αρχή, την είχαν στείλει στον ουρανό. Αυτοί οι σατανάδες τώρα της έμοιαζαν άγγελοι, και ας της είχαν κάνει τόσο κακό. Εκείνοι ευθύνονταν για την καταιγίδα που κρατούσε αυτά τα μάτια υγρά και την καρδιά της ραγισμένη. Αυτά τα αγγελικά πρόσωπα προκαλούσαν εκείνο το εκκωφαντικό βουητό μες το κεφάλι της, που δεν την άφηνε να ακούσει καθαρά τα όσα τα νέα άτομα στην ζωή της είχαν να πουν.

Και κείνη, όπως όλους μας, την βασάνιζαν οι παλιοί της δαίμονες: οι αναμνήσεις. Δυσκολευτόταν να αποκοπεί από το ποιά ήταν. Οι μόνες στιγμές που το κατάφερνε ήταν αυτές στις οποίες ονειρευόταν το ποιά θέλει να γίνει. Έβλεπε φωτεινό το μέλλον της. Μα στο παρόν της ο ήλιος είχε δύσει, και αυτή η νύχτα είχε ήδη κρατήσει αρκετά.

Έπαψε πια να περιμένει τον φτερωτό θεό. Έβγαλε το μυαλό της από την άιθουσα αναμονής και άρχισε να ονειρεύεται αυτά που μόνο από την ίδια και απ' την καλή θέληση του Θεού της εξαρτώνταν. Αρνήθηκε να υποκείψει στις σεξουαλικές προτάσεις και είδε πως... έτσι πονούσε λιγότερο. Ετοιμάστηκε να φύγει, να δει τον κόσμο με τα μάτια της, να μάθει, να γευτεί, να κατακτήσει. Παραδέχτηκε αυτό που χρόνια τώρα πολεμούσε και αναγνώρισε πως η οικογένειά της μόνο ήταν που φρόντιζε να είναι πάντα παρούσα. Έριξε πίσω της μια τελευταία ματιά και ενώ άνοιγε η πόρτα και η μητέρα της προσέφερε τα χέρια της ανοιχτά για μια μεγάλη αγκαλιά, για ένα καταφύγιο στο οποίο κρυμμένη ένιωθε απόλυτη ασφάλεια, έκλεισε την τελευταία μέρα της παλιάς της ζωής με ένα τραγούδι που αφιέρωνε στον εαυτό της:


I ´m starring at a broken door
There ´s nothing left here anymore
My room is cold, it's making me insane

I've been waiting here so long
Another moment seems to 've come

I see the dark clouds coming up again



Running through the monsoon, beyond the world,
til' the end of time

Where the rain won't hurt, fighting the storm,
into the blue

And when I lose myself I'll think of you,
together we'll be running somewhere new



Through the monsoon

Just me and you










Thursday, April 30, 2009

The Kryptonite of a Supergirl: Loneliness


She had dropped her tired body on her old bed, the one she was using ever since she could remember herself, as a little girl, the one that had held all the tears shed by her longing eyes, the one that had accepted the love she had felt in the past. It was that same bed that had witnessed all of her boyfriend-girlfriend private moments and all of her lonely nights, one by one.

She took this pen and started writing down all of her thoughts, trying to get out all this frustration she kept inside well hidden for a pretty long time. Influenced by the movie she had just finished watching, she felt anger running through her core as if it was steal knives.

Since she was young she had not had any non-sense high school crap like this evading her life. Once again she was surprised by people's need to be mean to who they feared. But... still, after all these years the same question was torturing her mind: Why do they fear me?

It was late at night when she had that annoying talk with her potential boyfriend. It was about people that had made the mistake of talking behind their backs. Truth is her and that guy had both given reasons for that to happen. But this still didn't make any less pathetic the fact that these people used those tiny little opportunities to gossip. Why is gossiping so satisfying and ..even worse.. addictive (!) she'll never understand.

She was thinking about a "gal" of hers that had used a couple of simple information as a weapon against her. She was mad that people that hadn't even seen her face knew disturbingly well details about her personal life and that she found out about that by chance.

It was now obvious to her that people were not to be trusted. That the only thing worth trusting in this world were her natural instincts. She was slowly realizing she was the kryptonite of herself. Remembering all the childish -as she then thought- fears that no human was able to stand by her as she needed it, there were three songs constantly popping in her mind, coming and going like the people in her life. She then knew she was somehow different that the rest and she'd only be happy by meeting people of her own kind.

I took a walk around the world to ease my troubled mind,
I left my body laying somewhere in the sands of time,

I watched the world float to the dark side of the moon,

After all I knew it had to be something to do with you,
You called me strong, you called me weak but your secrets I will keep,
You took for granted all the times I never let you down.


But there was her kryptonite again and she started loving it. What used to cause that horrifying shivering in her sleep, had now become the only thing left going right around her:


Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα,
Μη μ' αφήνεις τώρα που είναι όλα πιο δύσκολα.


She was finally starting to understand the deeper meaning of this song, feeling in her skin that her worse fear -loneliness- had become a life saving place where she could escape anytime she wished, wherever, however. She remembered her favorite song of all times and tears came to her eyes as she was whispering the lyrics:

and then she said it's ok I got lost on the way,
cuz I'm a Supergirl and Supergirls don't cry,
and then she said it's alright I got home late last night,
cuz I'm a Supergirl and


Supergirls just fly...



And she flew away....



Monday, April 13, 2009

Πούλα με λοιπόν, στο ξαναλέω...


Ταξίδευε χαμένη στις σκέψεις της και πάλι... Σκεφτόταν το προηγούμενο πρωί, που το είχε περάσει χαζεύοντας τα ιστιοφόρα που περίμεναν ακίνητα κάποιον να τους δώσει την χαρά των κυμάτων, σε μία μαρίνα σε ένα προάστιο της άσχημης πόλης της. Συνειδητοποιούσε πως, με μεγάλη αγωνία, κάθε φορά τις Κυριακές έκανε διάφορες εξορμήσεις, προσπαθώντας να γνωρίσει τα μέρη αυτά και να αλλάξει γνώμη για τον τόπο που την μεγάλωσε και την έφερε σε αυτή την νεότητα γεμάτη αναμονή. Αναμονή για το καλύτερο που θε να 'ρθεί, για κείνο το κάτι που θα γέμιζε την ψυχή της ενθουσιασμό και λαχτάρα, για ένα όνειρο, μια αγάπη, κάτι να χαράξει την πορεία της.

Εκείνη την Κυριακή την πέρασε, λοιπόν, υπό το φως του ήλιου που ζέσταινε τα γυμνά της χέρια και το πρόσωπό της. Χάζευε τα πουλιά που πετούσαν από το ένα δέντρο στο άλλο, τα σκυλιά που έπαιζαν δίπλα στο νερό και τα γατάκια που έπαιρναν τον μεσημεριανό τους ύπνο λουσμένα στο φως και γεμάτα από το συναίσθημα της ασφάλειας που τους έδινε η παρουσία της μαμάς - γάτας λίγο παραδίπλα. Πανέμορφο ανοιξιάτικο μεσημέρι σε ένα μέρος ειδικά φτιαγμένο για δραπέτες.


Η Tiffany όμως προσπέρασε όλα αυτά τα θεάματα και κάρφωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του. Καθόταν απέναντί της και κοιτούσε πότε την θάλασσα, πότε τα γατάκια, αλλά σχεδόν καθόλου εκείνη. Έπιναν τον καφέ τους και μιλούσαν για τα προβλήματά της. Αχ, και να 'ξερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημά της ήταν εκείνος. Αχ, και να έκανε αυτό το ελάχιστο που θα έδιωχνε κάθε παράπονο από το βλέμμα της. Μια μονάχα λέξη του θα ήταν αρκετή. Μια μικρή εξήγηση για το πως ένιωθε, μια προσπάθεια να την ευχαριστήσει, ένα λουλούδι, μια αγκαλιά, ένα γλυκό φιλί ή έστω μια ματιά που θα έβλεπε τελικά την αγωνία της... Έκανε υπομονή και τα άντεχε όλα, ήξερε πως αν τελικά κατάφερνε να φέρει την ζεστασιά και πάλι στην καρδιά του θα είχε επιλέξει σωστά να περιμένει. Σκεφτόταν πως ίσως η βόλτα αυτή που της είχε προτείνει ήταν μια μικρή αναγνώριση της αμίλητης στάσης της και προσπάθησε να μην αφήσει να φανεί πόσο χρειαζόταν ένα φιλί του. Συνέχισε να υποστηρίζει την δυναμική της εικόνα, την αχαλίνωτη νιότη της που σε συνδυασμό με την θέλησή της δεν της επέτρεπε καμία ήττα.

Ξαφνικά το ταξίδι της στην χθεσινή μέρα τελείωσε και η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν αρκετά σκληρή για την πονεμένη της καρδιά. Βρέθηκε και πάλι στην καρέκλα της, σε ένα κενό δωμάτιο, με το ραδιόφωνο να παίζει ένα τραγούδι που για κείνη ήταν αγκάθι. Έμεινε εκεί καθισμένη για αρκετή ώρα. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, όταν διάβασε την απάντηση στο μήνυμά της, κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένη για ακόμη μια φορά. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το κινητό της που τόσες φορές της είχε φέρει άσχημα νέα όπως εκείνη την στιγμή, το κρατούσε στα χέρια της απελπισμένη. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και στο μυαλό της έγινε μία έκρηξη που τα έκανε όλα και πάλι χαοτικά, μία άβυσσος κρυμμένη πίσω από το πρόσωπο μίας νέας κοπέλας που το μόνο που αποζητούσε ήταν να ξεπεράσει τον εαυτό της και να ερωτευτεί βαθιά. Ο χρόνος πάγωσε και το πνεύμα της σαν να βγήκε από το σώμα της και είδε τον εαυτό της όπως ήταν εκείνη την στιγμή: μισόγυμνη, με μαύρα πρόστυχα εσώρουχα και κάλτσες διχτυωτές ώς τους γοφούς, βρεγμένα μαλλιά τυλιγμένα σε μια πετσέτα, αχτένιστα ακόμη και κάτι μπότες λουστρίνι που θα ολοκλήρωναν το λουκ. Έδωσε μια με τα πόδια της και άρχισε να στριφογυρίζει με την μαύρη καρέκλα. Ανέβασε τα πόδια στο κάθισμα, έλυσε την πετσέτα από τα μαλλιά της και
πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα τους ανακατεύοντάς τα. Έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της και άφησε να βγει η οργή της για την ανάγκη αυτή του Έρωτα να παιδεύει πάντα κάποιον από τους θαυμαστές του. Συνέχισε να στριφογυρίζει και ένιωθε την γεύση από σαμπούκα στο στόμα της πιο έντονη σε συνδιασμό με την ζάλη. Πέταξε τον κορσέ, έσκισε τις κάλτσες εξαγριωμένη και γονάτισε στο πάτωμα ουρλιάζοντας το τραγούδι της.

Την απογοήτευση αυτή είχε προκαλέσει η ευκολία με την οποία πήρε πίσω ο James την πρόσκλησή του: την είχε καλέσει σπίτι του εκείνο το βράδυ. Και οι δύο ήξεραν πως δεν θα έκαναν... σεξ... (γιατί έρωτα ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχαν κάνει!). Εκείνη όμως ήθελε να του κάνει έκπληξη, να εμφανιστεί με την φούστα της και τις μπότες, να πετάξει την ζακέτα και να φανεί πως μόνο εσώρουχα φορούσε από κάτω. Σχεδίαζε στο μυαλό της πως να τον πάει ως το δωμάτιο και στο φως των κεριών να τον ευχαριστήσει με τον τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε. Σκόπευε να του χαρίσει την ηδωνή που τον έκανε να σιγοσφυρίζει καθισμένος στο κρεβάτι μετά. Ήθελε μονάχα να του δώσει αυτό που του άρεσε και να δει την ευχαρίστηση στα μάτια του. Ας είχε ένας από τους δύο, τουλάχιστον, αυτό που ήθελε, της αρκούσε.


Η Tiffany ήξερε καλά πως δεν ήταν λόγος αυτός να στενοχωριέται, πως δεν ήταν αρκετά σημαντικό για να προκαλέσει αυτή την έκρηξή της. Την πλήγωνε όμως το γεγονός πως για άλλη μια φορά είχε μείνει σέκος, αλλά ακόμη χειρότερα αυτή την φορά είχε χάσει την ευκαιρία να το
υ δώσει κάτι να θυμάται πριν φύγει για το ταξίδι του στην Νέα Υόρκη την επόμενη μέρα. Μέσα της ένιωθε πως ξεπουλούσε τις αξίες της για αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ακύρωσε την συνάντησή τους γιατί ήταν πολύ κουρασμένος για να πάει να την πάρει από το σπίτι της. Και εκείνη ήταν όμως κουρασμένη: από την αδιαφορία. Είχε κατεβάσει αρκετές φορές το κεφάλι και θα το έκανε και πάλι απόψε για χατίρι του, για να του δώσει αυτό που όλοι οι άντρες ονειρεύονται: μια κοπέλα, που θα ικανοποιεί τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις χωρίς καν αυτοί να το ζητήσουν και που δεν θα ζητά καμία δέσμευση από μέρους τους.

Παρόλο που η καρδιά της ήταν κομμάτια, τα μάτια της μούσκευαν τα μάγουλά της με δάκρυα και το κορμί της κρύωνε μέσα σ' ό,τι είχε απομείνει από αυτά τα βρωμό-εσώρουχα, εκείνη τραγούδησε παράλληλα με το ραδιόφωνο και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε τους στίχους του τραγουδιού. Ήξερε μέσα της πως και πάλι θα τον περίμενε και... πίστευε πως έτσι έπρεπε να κάνει. Πως ήταν η σειρά της να περιμένει κάποιον και πως ναι, μια μέρα εκείνος θα έβλεπε τον έρωτα της, θα δεχόταν να θυσιάσει την εργένικη ζωή του για κείνην και θα άρχιζε επιτέλους ένας νέος κύκλος στην ζωή τους. Αποφάσισε λοιπόν να υπομένει και να περιμένει. Το τελευταίο δάκρυ κύλισε και η Tiffany σήκωσε το κεφάλι της ολοκληρώνοντας τους στίχους:

Πούλα με ακόμα μια φορά, δεν με πειράζει
Δεν με πειράζει που θα μείνω μοναχή
Απόψε το κορμί σου θα 'ναι αλλού

Θα' ναι σε κάτι ξεχασμένα καλοκαίρια
Θα 'ναι στις νύχτες της ατέλειωτης σιωπής
Θα 'ναι στα φιλμ της χαράς και της μιζέριας

Πούλα με λοιπόν στο ξαναλέω, πούλα με για λίγη σιγουριά
Πούλα με πολύ φθηνά δεν ξέρω, ίσως αύριο, να 'ναι αργά
Κι αν σε βλέπω αδιάφορα ξερά, δεν με πειράζει κι αν τα χείλη σου γελούν
Μια καληνύχτα αν μου πεις δεν με πειράζει, γιατί απόψε το κορμί σου θα 'ναι αλλού...


Πούλα με λοιπόν στο ξαναλέω...