Sunday, May 24, 2009

Through the Mosnoon


Η Sandy αλλοπαρμένη άκουσε τους χτύπους της πόρτας που την έφεραν και πάλι στην πραγματικότητα. Ταξίδευε στις σκέψεις της, που είχαν όμως μορφή τυφώνα. Μέσα της επικρατούσε η καταιγίδα που άφηνε υγρά και κρύα όσα άγγιζε στο πέρασμά της. Ερήμωνε τα παλιά της στέκια και πάγωνε τα απομεινάρια από τα οποία αρπαζόταν η Sandy για να θυμάται και να νοσταλγεί τα όσα είχαν περάσει. Είχε καιρό να νιώσει ευτυχισμένη και ήξερε πως για αυτό δεν έφταιγε ούτε η αναμαλλιασμένη της καρδιά, ούτε ο ατίθασος χαρακτήρας της.

Είχε περάσει αρκετό καιρό μόνη της, ελεύθερη και ανεξάρτητη. Αλλά αυτό που ζητούσε ήταν η γλυκιά εξάρτηση του έρωτα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ήθελε μονάχα να αγαπηθεί, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Ονειρευόταν έναν άντρα που θα την έπαιρνε από το χέρι και θα της έδινε την ψυχή του. Περίμενε εκείνον που θα υπηρετούσε πιστά και θα τον φρόντιζε με λατρεία, με αστείρευτη αγάπη. Αναζητούσε κάποιον να θαυμάσει και να θαυμαστεί. Ένα υποκατάστατο της οικογενειακής αγκαλιάς, μια καλή πρόθεση, ένα χαμόγελο το πρωί μαζί με το πρωινό της. Ήθελε κάποιον να χαζεύει μέχρι να αποκοιμηθεί και να τον βρίσκει να την χαζεύει εκείνος όταν θα ξυπνούσε. Ήθελε αυτόν τον έρωτα που τόσο έντονα είχε βιώσει. Ακόμη και αν ερχόταν και πάλι μαζί με μια τραγική απογοήτευση. Ήθελε μια γνώριμη μυρωδιά, ένα δέρμα απαλό να αγγίζει το δικό της κάτω από τα σκεπάσματα, ένα χέρι να περνά τα δάχτυλα αργά μέσα από τα μαλλιά της, μια φωνή να της σιγοτραγουδά, ένα κορμί να την ζεσταίνει, μια παρέα να την περιμένει. Μια αγάπη, έναν έρωτα, μια θέρμη στην καρδιά που να την μοιράζεται με Εκείνον, οι δυο τους κόντρα σ' όλο τον κόσμο. Άξιζε τον κόπο για εκείνη έστω και μια στιγμή ευτυχίας που την μοιράζεσαι με κάποιον άλλο, όλο τον πόνο που μπορούσε να αντέξει. Περίμενε το παραμύθι της ν' αρχίσει και ήταν έτοιμη να θυσιάσει ό,τι χρειαζόταν για να το προστατεύσει.

Μέσα σ' αυτό το διάστημα πέρασε πολλές βραδιές με καβαλιέρους και ιππότες. Έκανε "έρωτα" -όπως εκείνοι έλεγαν-, έκανε σεξ -όπως το ονόμαζε η ίδια-. Γιατί στον έρωτα νιώθεις, δεν πονάς:

Όταν βρισκόταν με κείνον που τόσο την έκανε να πετά στα σύννεφα, με κείνον που της προκαλούμε θαυμασμό και που την έκανε να νιώθει πως θέλει να γίνει δικιά του και πως κάθε θυσία για εκείνον θα ήταν μικρή, κατέβαλε προσπάθεια για να μην του δείξει τα συναισθήματά της. Για να μην αφεθεί και του το πει! Ήξερε καλά πως δεν ήθελε να ακούσει τίποτα από την έβγαιναν από ην πόρτα του για να την πάει σπίτι της. Δυστυχώς ποτέ δεν είδε την λαχτάρα στα μάτια της. Ποτέ δεν πρόσεξε πως χάιδευε τα μαλλιά του ή το κορμί του μετά την πράξη εξαγνισμού... Για εξαγνισμό επρόκειτο, ήταν το κρυφό αντάλλαγμά της για την ευκαιρία να βρίσκεται μαζί του έστω και για λίγο. Εξάγνιζε έτσι λοιπόν το άλλοθί της και πλήρωνε το αντίτιμο, που πολύ θα ήθελε να είναι απλώς η αποθέωση της συνύπαρξής τους και όχι κάτι σαν δόλωμα. Για εκείνον όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι ερωτικό, απολύτως ρηχό. Μα η Sandy, σαν παιδί, τον ονειρευόταν.

Ο άλλος που γέμιζε τον χρόνο της, ήταν καλλιτέχνης! Παρόν μόνο σε οριζόντια θέση, αλλά μόλις η ανόητη προσπαθούσε να πει δυο λόγια με τον εραστή της, εκείνος την αγνοούσε προκλητικά. Είχε όμως εξ' αρχής δηλώσει τις προθέσεις του, κάτι που δεν της άφηνε περιθώρεια διαμαρτυρίας, παρά μόνο φυγής.

Η Sandy γνώριζε διάφορους. Πήγαινε σε κρυμμένες παραλίες με κρύους τύπους που της προσέφεραν προσοχή άλλα κατά τα άλλα άφηναν την ψυχή της αδιάφορη. Άλλες φορές με παλιούς φίλους που της προξενούσαν ξεχασμένα συναισθήματα μα και πάλι... κάτι πήγαινε στραβά. Πάντα για κάποιο λόγο όλοι ήταν ανεπαρκείς.

Σκεφτόταν το παρελθόν της. Πως εκείνο κατακλιζόταν από ανθρώπους που τουλάχιστον στο συντροφικό κομμάτι, σε κείνο που της αναλογούσε και ειδικά στην αρχή, την είχαν στείλει στον ουρανό. Αυτοί οι σατανάδες τώρα της έμοιαζαν άγγελοι, και ας της είχαν κάνει τόσο κακό. Εκείνοι ευθύνονταν για την καταιγίδα που κρατούσε αυτά τα μάτια υγρά και την καρδιά της ραγισμένη. Αυτά τα αγγελικά πρόσωπα προκαλούσαν εκείνο το εκκωφαντικό βουητό μες το κεφάλι της, που δεν την άφηνε να ακούσει καθαρά τα όσα τα νέα άτομα στην ζωή της είχαν να πουν.

Και κείνη, όπως όλους μας, την βασάνιζαν οι παλιοί της δαίμονες: οι αναμνήσεις. Δυσκολευτόταν να αποκοπεί από το ποιά ήταν. Οι μόνες στιγμές που το κατάφερνε ήταν αυτές στις οποίες ονειρευόταν το ποιά θέλει να γίνει. Έβλεπε φωτεινό το μέλλον της. Μα στο παρόν της ο ήλιος είχε δύσει, και αυτή η νύχτα είχε ήδη κρατήσει αρκετά.

Έπαψε πια να περιμένει τον φτερωτό θεό. Έβγαλε το μυαλό της από την άιθουσα αναμονής και άρχισε να ονειρεύεται αυτά που μόνο από την ίδια και απ' την καλή θέληση του Θεού της εξαρτώνταν. Αρνήθηκε να υποκείψει στις σεξουαλικές προτάσεις και είδε πως... έτσι πονούσε λιγότερο. Ετοιμάστηκε να φύγει, να δει τον κόσμο με τα μάτια της, να μάθει, να γευτεί, να κατακτήσει. Παραδέχτηκε αυτό που χρόνια τώρα πολεμούσε και αναγνώρισε πως η οικογένειά της μόνο ήταν που φρόντιζε να είναι πάντα παρούσα. Έριξε πίσω της μια τελευταία ματιά και ενώ άνοιγε η πόρτα και η μητέρα της προσέφερε τα χέρια της ανοιχτά για μια μεγάλη αγκαλιά, για ένα καταφύγιο στο οποίο κρυμμένη ένιωθε απόλυτη ασφάλεια, έκλεισε την τελευταία μέρα της παλιάς της ζωής με ένα τραγούδι που αφιέρωνε στον εαυτό της:


I ´m starring at a broken door
There ´s nothing left here anymore
My room is cold, it's making me insane

I've been waiting here so long
Another moment seems to 've come

I see the dark clouds coming up again



Running through the monsoon, beyond the world,
til' the end of time

Where the rain won't hurt, fighting the storm,
into the blue

And when I lose myself I'll think of you,
together we'll be running somewhere new



Through the monsoon

Just me and you