Sunday, August 30, 2009

Your arms feel like home...

Καθόταν σε μια μικρή άσπρη καρέκλα, πλαστική και χιλιοχρησιμοποιημένη, κάτω από τον έναστρο ουρανό. Βρισκόταν σε ένα νησί στην άγωνη γραμμή και έμενε με την παρέα της σε μία παραλία απομονωμένη, με θέα την γειτονική χώρα και το κάστρο του νησιού. Είχαν αράξει έξω από τις σκηνές και συζητούσαν χαλαρά. Παρόλο που τα κουνούπια έκαναν επιδρομές και γέμιζαν τα κορμιά τους κόκκινα σημάδια που τους φαγούριζαν για μέρες μετά, δεν τους πείραζε: προτιμούσαν να κοιτούν ψηλά, το μισογεμάτο φεγγάρι και να προσπαθούν να μανγέψουν τους αστερισμούς. Τα κινητά δεν έπιαναν, το μοναδικό φως προερχόταν από μία λάμπα με αέριο που είχαν βάλει ανάμεσά τους. Σιγανή μουσική έπαιζε από ένα κινητό με μισοτελειωμένη μπαταρία και ένα τσιγάρο ελευθέρωνε τον καπνό του.

Τα μαλλιά της μύριζαν θάλασσα και το δέρμα της ηλιοκαμμένο την έτσουζε μερικές φορές. Όλοι ήταν εκεί μα το μυαλό της ταξίδευε. Πετούσε σε μέρη μακρινά, προσπαθούσε να μαντέψει πού ήταν ο έρωτάς της: "είχε μάθει το σκληρό πως χαράζει αλλά όχι πώς χαράζεται"... Τον ευχαριστούσε για όσα είχε κάνει και ήθελε να του τηλεφωνήσει αλλά ήξερε πως δεν θα 'ταν εκεί. Δεν υπήρχε τίποτα που δεν θα έκανε για να μπορέσει να δει για μια στιγμή μέσα στα μάτια του και να πάρει ως απάντηση την δική του ματιά. Έκλεινε τα μάτια της και δεν ήξερε που την πήγαινε το μυαλό. Τον έβλεπε να περπατά απέναντι της και ενώ ήξερε πως δεν ήταν ο μοναδικός εξακολουθούσε να τον ξεχωρίζει από όλους.

Έγειρε το κεφάλι της πίσω και κοίταξε το μαύρο σεντόνι που απλωνόταν από πάνω τους. Ένα δροσερό αεράκι έκανε τις τρίχες στα χέρια της να σηκωθούν και κείνη ανασκουμπώθηκε και έσφιξε το λευκό πουλόβερ στους ώμους της. Σιγά σιγά η παρέα άρχισε να διαλύεται άλλα έκανε μικρή διαφορά. Της μιλούσαν μα εκείνη δεν αποκρινόταν, ήταν χαμένη στον κόσμο της. Η ώρα είχε πάει τρείς τα ξημερώματα, άλλοι κόντευαν να αποκοιμηθούν και άλλοι προσπαθούσαν να κυκλοφορήσουν με φακούς. Εκείνη έπαιζε με το κολιέ της και αναρωτιόταν αν θα τον έβλεπε ξανά αλλά η μόνη απάντηση που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως "tomorrow never dies" όπως είπε ο πρώτος αναχωρήσας της παρέας μαζί με την καληνύχτα του.

Θυμόταν την τελευταία φορά που τον είχε δει: ήταν μια μέρα πριν εκείνος αποχωρήσει για τις διακοπές του. Την είχε καλέσει στο σπίτι του, να περάσουν μαζί λίγο χρόνο. Όπως ήταν φυσικό εκείνη δεν αρνήθηκε! Μόλις πήγε έβγαλαν και οι δύο τα ρούχα τους και ξάπλωσαν αγκαλιά, ζούσαν τον έρωτά τους... Έλεγαν για τις διακοπές τους, για το πού θα πήγαιναν, για το πόσες μέρες θα έμεναν μακριά από την μεγαλούπολη, για τις παρέες τους. Αναπωλούσαν τις τόσες νύχτες που είχαν περάσει μαζί, τα φιλιά τους που τα έπαιρνε ο άνεμος, τα γλυκά βιαστικά όνειρα που έβλεπαν μαζί στο μαξιλάρι. Ήταν ο ένας λιμάνι απάνεμο στην θάλασσα του άλλου. Είχαν χάσει τον λογαριασμό πια για το πόσες φορές είχαν βρεθεί και είχαν ενώσει τα σώματά τους. Για κείνη όμως αυτό το προσωρινό -μάλλον- αντίο ήταν ένα αγκάθι στην καρδιά.

Ξαπλωμένη όπως ήταν άνοιξε τα μάτια της τον κοίταξε και τον άγγιξε με νόημα. Όλη εκείνη την ώρα τον χάιδευε μα όταν τον είδε ένιωσε την ανάγκη του για λίγο έρωτα, για ένα άγγιγμα πιο ιδιαίτερο. Και του το έδωσε. Έκαναν έρωτα μία φορά εκείνο το βράδυ και ήταν γλυκός, τρυφερός. Καθώς η νύχτα έπεφτε βαθιά γύρω τους, εκείνη αναρωτιόταν αν θα την κατέβαλε αυτός ο αποχαιρετισμός και παρόλο που ήταν μέσα καλοκαιριού ένιωσε ένα ρίγος να την διαπερνά. Φοβόταν πως δεν θα μπορούσαν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο, όσον θα περνούσαν χωριστά. Εκείνη όμως ήταν πρόθυμη να το προσπαθήσει γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να τον έχει στην ζωή της.

Ξαφνικά μια έντονη λάμψη την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν κάτι περίεργο, κάτι μοναδικό: ένα τεράστιο πεφταστέρι. Πρόλαβε και το είδε πεντακάθαρα, όλη την πορεία της πτώσης του, σε κείνον τον κατασκότεινο ουρανό. Άφησε πίσω του μια παχιά άσπρη γραμμή φωτός, αυτό που οι Ισπανοί αποκαλούν "εστέλα" -πάντα θυμόταν αυτή την λέξη σε παρόμοια περιστατικά γιατί μια πολύ καλή της φίλη, σχεδόν οικογένεια, λεγόταν έτσι- και αμέσως μετά έκανε έναν υπόκωφο κρότο και έσκασε σαν πυροτέχνημα με μία σαν μικρή μωβ έκρηξη που όμως στην πραγματικότητα φάνηκε τερατώδης στα μάτια της. Εκείνη την στιγμή ένιωσε σαν να πετούν πεταλούδες στο στομάχι της και ίσα που πρόλαβε και έκανε μια ευχή: "Να με σκέφτεται εκεί που είναι, να με περιμένει και όταν πια γυρίσουμε στην ρουτίνα της καθημερινότητας να είμαι εγώ για κείνον και αυτός για μένα ό,τι θα δίνει χαρά στα βράδια μας!". Έκλεισε τα μάτια και περίμενε. 'Ενα πέπλο έπεσε από πάνω της και κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο κόπηκε. Δεν ένιωθε, δεν μύριζε, δεν έβλεπε τίποτα. Θυμόταν μόνο πως ένιωθε στην αγκαλιά του και ανυπομονούσε να επιστρέψει σ' αυτήν:


There's a life inside of me that I can feel again,
It's the only thing that takes me where I've never been,
I don't care if I lost everything that I have known,
It don't matter where I lay my head tonight,
Υour arms feel like home...feel like home...


This life ain't the fairy tale we both thought it would be,
I can see your smiling face as its staring back at me,
I know we both see these changes now...
I know we both understand somehow...