Thursday, April 30, 2009

The Kryptonite of a Supergirl: Loneliness


She had dropped her tired body on her old bed, the one she was using ever since she could remember herself, as a little girl, the one that had held all the tears shed by her longing eyes, the one that had accepted the love she had felt in the past. It was that same bed that had witnessed all of her boyfriend-girlfriend private moments and all of her lonely nights, one by one.

She took this pen and started writing down all of her thoughts, trying to get out all this frustration she kept inside well hidden for a pretty long time. Influenced by the movie she had just finished watching, she felt anger running through her core as if it was steal knives.

Since she was young she had not had any non-sense high school crap like this evading her life. Once again she was surprised by people's need to be mean to who they feared. But... still, after all these years the same question was torturing her mind: Why do they fear me?

It was late at night when she had that annoying talk with her potential boyfriend. It was about people that had made the mistake of talking behind their backs. Truth is her and that guy had both given reasons for that to happen. But this still didn't make any less pathetic the fact that these people used those tiny little opportunities to gossip. Why is gossiping so satisfying and ..even worse.. addictive (!) she'll never understand.

She was thinking about a "gal" of hers that had used a couple of simple information as a weapon against her. She was mad that people that hadn't even seen her face knew disturbingly well details about her personal life and that she found out about that by chance.

It was now obvious to her that people were not to be trusted. That the only thing worth trusting in this world were her natural instincts. She was slowly realizing she was the kryptonite of herself. Remembering all the childish -as she then thought- fears that no human was able to stand by her as she needed it, there were three songs constantly popping in her mind, coming and going like the people in her life. She then knew she was somehow different that the rest and she'd only be happy by meeting people of her own kind.

I took a walk around the world to ease my troubled mind,
I left my body laying somewhere in the sands of time,

I watched the world float to the dark side of the moon,

After all I knew it had to be something to do with you,
You called me strong, you called me weak but your secrets I will keep,
You took for granted all the times I never let you down.


But there was her kryptonite again and she started loving it. What used to cause that horrifying shivering in her sleep, had now become the only thing left going right around her:


Μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου τίποτα,
Μη μ' αφήνεις τώρα που είναι όλα πιο δύσκολα.


She was finally starting to understand the deeper meaning of this song, feeling in her skin that her worse fear -loneliness- had become a life saving place where she could escape anytime she wished, wherever, however. She remembered her favorite song of all times and tears came to her eyes as she was whispering the lyrics:

and then she said it's ok I got lost on the way,
cuz I'm a Supergirl and Supergirls don't cry,
and then she said it's alright I got home late last night,
cuz I'm a Supergirl and


Supergirls just fly...



And she flew away....



Monday, April 13, 2009

Πούλα με λοιπόν, στο ξαναλέω...


Ταξίδευε χαμένη στις σκέψεις της και πάλι... Σκεφτόταν το προηγούμενο πρωί, που το είχε περάσει χαζεύοντας τα ιστιοφόρα που περίμεναν ακίνητα κάποιον να τους δώσει την χαρά των κυμάτων, σε μία μαρίνα σε ένα προάστιο της άσχημης πόλης της. Συνειδητοποιούσε πως, με μεγάλη αγωνία, κάθε φορά τις Κυριακές έκανε διάφορες εξορμήσεις, προσπαθώντας να γνωρίσει τα μέρη αυτά και να αλλάξει γνώμη για τον τόπο που την μεγάλωσε και την έφερε σε αυτή την νεότητα γεμάτη αναμονή. Αναμονή για το καλύτερο που θε να 'ρθεί, για κείνο το κάτι που θα γέμιζε την ψυχή της ενθουσιασμό και λαχτάρα, για ένα όνειρο, μια αγάπη, κάτι να χαράξει την πορεία της.

Εκείνη την Κυριακή την πέρασε, λοιπόν, υπό το φως του ήλιου που ζέσταινε τα γυμνά της χέρια και το πρόσωπό της. Χάζευε τα πουλιά που πετούσαν από το ένα δέντρο στο άλλο, τα σκυλιά που έπαιζαν δίπλα στο νερό και τα γατάκια που έπαιρναν τον μεσημεριανό τους ύπνο λουσμένα στο φως και γεμάτα από το συναίσθημα της ασφάλειας που τους έδινε η παρουσία της μαμάς - γάτας λίγο παραδίπλα. Πανέμορφο ανοιξιάτικο μεσημέρι σε ένα μέρος ειδικά φτιαγμένο για δραπέτες.


Η Tiffany όμως προσπέρασε όλα αυτά τα θεάματα και κάρφωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του. Καθόταν απέναντί της και κοιτούσε πότε την θάλασσα, πότε τα γατάκια, αλλά σχεδόν καθόλου εκείνη. Έπιναν τον καφέ τους και μιλούσαν για τα προβλήματά της. Αχ, και να 'ξερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημά της ήταν εκείνος. Αχ, και να έκανε αυτό το ελάχιστο που θα έδιωχνε κάθε παράπονο από το βλέμμα της. Μια μονάχα λέξη του θα ήταν αρκετή. Μια μικρή εξήγηση για το πως ένιωθε, μια προσπάθεια να την ευχαριστήσει, ένα λουλούδι, μια αγκαλιά, ένα γλυκό φιλί ή έστω μια ματιά που θα έβλεπε τελικά την αγωνία της... Έκανε υπομονή και τα άντεχε όλα, ήξερε πως αν τελικά κατάφερνε να φέρει την ζεστασιά και πάλι στην καρδιά του θα είχε επιλέξει σωστά να περιμένει. Σκεφτόταν πως ίσως η βόλτα αυτή που της είχε προτείνει ήταν μια μικρή αναγνώριση της αμίλητης στάσης της και προσπάθησε να μην αφήσει να φανεί πόσο χρειαζόταν ένα φιλί του. Συνέχισε να υποστηρίζει την δυναμική της εικόνα, την αχαλίνωτη νιότη της που σε συνδυασμό με την θέλησή της δεν της επέτρεπε καμία ήττα.

Ξαφνικά το ταξίδι της στην χθεσινή μέρα τελείωσε και η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν αρκετά σκληρή για την πονεμένη της καρδιά. Βρέθηκε και πάλι στην καρέκλα της, σε ένα κενό δωμάτιο, με το ραδιόφωνο να παίζει ένα τραγούδι που για κείνη ήταν αγκάθι. Έμεινε εκεί καθισμένη για αρκετή ώρα. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, όταν διάβασε την απάντηση στο μήνυμά της, κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένη για ακόμη μια φορά. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το κινητό της που τόσες φορές της είχε φέρει άσχημα νέα όπως εκείνη την στιγμή, το κρατούσε στα χέρια της απελπισμένη. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και στο μυαλό της έγινε μία έκρηξη που τα έκανε όλα και πάλι χαοτικά, μία άβυσσος κρυμμένη πίσω από το πρόσωπο μίας νέας κοπέλας που το μόνο που αποζητούσε ήταν να ξεπεράσει τον εαυτό της και να ερωτευτεί βαθιά. Ο χρόνος πάγωσε και το πνεύμα της σαν να βγήκε από το σώμα της και είδε τον εαυτό της όπως ήταν εκείνη την στιγμή: μισόγυμνη, με μαύρα πρόστυχα εσώρουχα και κάλτσες διχτυωτές ώς τους γοφούς, βρεγμένα μαλλιά τυλιγμένα σε μια πετσέτα, αχτένιστα ακόμη και κάτι μπότες λουστρίνι που θα ολοκλήρωναν το λουκ. Έδωσε μια με τα πόδια της και άρχισε να στριφογυρίζει με την μαύρη καρέκλα. Ανέβασε τα πόδια στο κάθισμα, έλυσε την πετσέτα από τα μαλλιά της και
πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα τους ανακατεύοντάς τα. Έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της και άφησε να βγει η οργή της για την ανάγκη αυτή του Έρωτα να παιδεύει πάντα κάποιον από τους θαυμαστές του. Συνέχισε να στριφογυρίζει και ένιωθε την γεύση από σαμπούκα στο στόμα της πιο έντονη σε συνδιασμό με την ζάλη. Πέταξε τον κορσέ, έσκισε τις κάλτσες εξαγριωμένη και γονάτισε στο πάτωμα ουρλιάζοντας το τραγούδι της.

Την απογοήτευση αυτή είχε προκαλέσει η ευκολία με την οποία πήρε πίσω ο James την πρόσκλησή του: την είχε καλέσει σπίτι του εκείνο το βράδυ. Και οι δύο ήξεραν πως δεν θα έκαναν... σεξ... (γιατί έρωτα ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχαν κάνει!). Εκείνη όμως ήθελε να του κάνει έκπληξη, να εμφανιστεί με την φούστα της και τις μπότες, να πετάξει την ζακέτα και να φανεί πως μόνο εσώρουχα φορούσε από κάτω. Σχεδίαζε στο μυαλό της πως να τον πάει ως το δωμάτιο και στο φως των κεριών να τον ευχαριστήσει με τον τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε. Σκόπευε να του χαρίσει την ηδωνή που τον έκανε να σιγοσφυρίζει καθισμένος στο κρεβάτι μετά. Ήθελε μονάχα να του δώσει αυτό που του άρεσε και να δει την ευχαρίστηση στα μάτια του. Ας είχε ένας από τους δύο, τουλάχιστον, αυτό που ήθελε, της αρκούσε.


Η Tiffany ήξερε καλά πως δεν ήταν λόγος αυτός να στενοχωριέται, πως δεν ήταν αρκετά σημαντικό για να προκαλέσει αυτή την έκρηξή της. Την πλήγωνε όμως το γεγονός πως για άλλη μια φορά είχε μείνει σέκος, αλλά ακόμη χειρότερα αυτή την φορά είχε χάσει την ευκαιρία να το
υ δώσει κάτι να θυμάται πριν φύγει για το ταξίδι του στην Νέα Υόρκη την επόμενη μέρα. Μέσα της ένιωθε πως ξεπουλούσε τις αξίες της για αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ακύρωσε την συνάντησή τους γιατί ήταν πολύ κουρασμένος για να πάει να την πάρει από το σπίτι της. Και εκείνη ήταν όμως κουρασμένη: από την αδιαφορία. Είχε κατεβάσει αρκετές φορές το κεφάλι και θα το έκανε και πάλι απόψε για χατίρι του, για να του δώσει αυτό που όλοι οι άντρες ονειρεύονται: μια κοπέλα, που θα ικανοποιεί τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις χωρίς καν αυτοί να το ζητήσουν και που δεν θα ζητά καμία δέσμευση από μέρους τους.

Παρόλο που η καρδιά της ήταν κομμάτια, τα μάτια της μούσκευαν τα μάγουλά της με δάκρυα και το κορμί της κρύωνε μέσα σ' ό,τι είχε απομείνει από αυτά τα βρωμό-εσώρουχα, εκείνη τραγούδησε παράλληλα με το ραδιόφωνο και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε τους στίχους του τραγουδιού. Ήξερε μέσα της πως και πάλι θα τον περίμενε και... πίστευε πως έτσι έπρεπε να κάνει. Πως ήταν η σειρά της να περιμένει κάποιον και πως ναι, μια μέρα εκείνος θα έβλεπε τον έρωτα της, θα δεχόταν να θυσιάσει την εργένικη ζωή του για κείνην και θα άρχιζε επιτέλους ένας νέος κύκλος στην ζωή τους. Αποφάσισε λοιπόν να υπομένει και να περιμένει. Το τελευταίο δάκρυ κύλισε και η Tiffany σήκωσε το κεφάλι της ολοκληρώνοντας τους στίχους:

Πούλα με ακόμα μια φορά, δεν με πειράζει
Δεν με πειράζει που θα μείνω μοναχή
Απόψε το κορμί σου θα 'ναι αλλού

Θα' ναι σε κάτι ξεχασμένα καλοκαίρια
Θα 'ναι στις νύχτες της ατέλειωτης σιωπής
Θα 'ναι στα φιλμ της χαράς και της μιζέριας

Πούλα με λοιπόν στο ξαναλέω, πούλα με για λίγη σιγουριά
Πούλα με πολύ φθηνά δεν ξέρω, ίσως αύριο, να 'ναι αργά
Κι αν σε βλέπω αδιάφορα ξερά, δεν με πειράζει κι αν τα χείλη σου γελούν
Μια καληνύχτα αν μου πεις δεν με πειράζει, γιατί απόψε το κορμί σου θα 'ναι αλλού...


Πούλα με λοιπόν στο ξαναλέω...


Monday, April 6, 2009

Walking away...


Η Kate μετά από αρκετό καιρό βρέθηκε και πάλι στο μάθημα, καθόταν μόνη μεταξύ άλλων σε μία παγερή και μελαγχολική αίθουσα. Άκουγε τον Κολομβιανό καθηγητή να μιλά για περίεργα μαθηματικά μέσα στο μάθημα της φιλοσοφίας, κάτι που την έκανε να θυμηθεί γιατί είχε τόσο καιρό να πάει στην σχολή. Ήξερε πως αν το ήθελε θα μπορούσε να έχει τον ερωτευμένο φίλο της να την περιμένει ανυπομονώντας έξω από την θλιβερή αυτή αίθουσα που έκανε την καρδία της να βρίσκεται σε χειμώνα, παρόλο που ο αέρας μύριζε ανοιξιάτικα λουλούδια. Δεν άντεχε όμως να τον αφήνει να περιμένει γιατί ήξερε... πως δεν είχε σκοπό να "βγει"...

Μέσα στον χειμώνα της, βυθιζόταν ακόμη περισσότερο όταν σκεφτόταν τον Conor. Αυτός ο νεαρός ήταν εκείνος που έκλεβε ένα εισητήριο, για την παράσταση που παιζόταν στα όνειρά της, σχεδόν όλα τα βράδια! Όποτε εκείνος τρύπωνε, εκείνη έβαζε τα δυνατά της. Όταν όμως έλειπε, όλα της φαίνονταν ανούσια. Είχε, όμως, καιρό να εμφανιστεί και η Kate είχε αρχίσει να ξεχνά τα λόγια της, ο κόσμος λιγόστευε και μόνο φίλοι και συγγενείς παρέμεναν για να ζεσταίνουν τα άδεια της μονοπάτια που λαχταρούσαν την αγάπη.

Την τελευταία φορά που τον είχε δει -όχι σ' όνειρα, σε δρόμους αληθινούς- την είχε κάνει να νιώσει για κείνον σημαντική. Της είχε δώσει αυτές τις φρούδες ελπίδες που έπρεπε και αυτός να ξεπουλήσει για να προστατευτεί από την αναπόφευκτη -τελικώς- αποκάλυψη της κενότητάς του. Εκείνη δεν αρπάχτηκε από τα τρεμάμενα χέρια του, είχε υποψιαστεί ότι το τρέμουλο αυτό ήταν μάλλον οι αχαλίνωτες ορμόνες του και όχι η λαχτάρα του να την φροντίσει. Ούτε και τα παραμέρησε όμως αυτά τα βρώμικα χέρια. Τα άφησε να την αγγίξουν και τους έδωσε τροφή. Αυτός όμως αχάριστος και με σκληρή έπαρση πήρε την τροφή και πέταξε τα αποφάγια του λερώνοντας την παράστασή της.

Η Kate προσπάθησε να κάνει υπομονή και είχε κάνει ήδη αρκετή. Είχε εκθέσει τον εαυτό της ως εκεί που ο Conor, κρύος και χρυσωμένος άντεχε να χειρηστεί. Αυτό ίσως ήταν και το λάθος της. Ίσως έπρεπε να του δώσει να καταλάβει πως ονειρευόταν, τότε ίσως αυτός ο... ταξιδιώτης να είχε τρομάξει και να 'χε ανοίξει καταλάθος το στόμα του. Έστω καταλάθος! Αλλά, μετά από τα λάθη που βάραιναν την πλάτη της και ακόμη χειρότερα την ψυχή της, δεν τολμούσε να προκαλεί ανθρώπους. Δεν ήθελε από το κουράγιο της -που ήταν αρκετό και την συνέπαιρνε- να φερθεί σε κάποιον με τρόπο άδικο. Το είχε βιώσει άλλωστε και από τις δυο πλευρές και ήξερε ότι στο τέλος για κανέναν από τους δυο δεν θα ήταν ευχάριστο. Τον άφησε λοιπόν να πάρει τον χρόνο του, αλλά τελικά... μάλλον κάποιος άλλος πήρε κάτι άλλο... Μάλλον αντί να πάρει την καρδιά του, πήρε εκείνος τις δυνάμεις της και τη νίοτη της. Αλλά δεν θεώρησε πως ήταν ικανή να του προσφέρει σε άλλα επίπεδα, λιγότερο ζωώδη και που δεν οδηγούνται απλώς από ένστικτα, μα από το πνεύμα και την προσωπικότητα.

Περνούσαν οι μέρες και τον έβλεπε σε μέρη που λαχταρούσε να βρεθεί, μόνο και μόνο για να βρει μια ευκαιρία να του δείξει πως την είχε κρίνει λάθος. Εκείνος αδιάφορος την προσπερνούσε και έκανε στα μάτια της πιο εμφανή την έλλειψη ανδρισμού του, παρόλο που είχε προσπαθήσει πολύ να την πείσει για το αντίθετο, σε καταστάσεις... οριζόντιες. Μία μέρα η Kate έκανε την κίνηση να τον καλέσει σε μια στιγμή για 'κείνη σημαντική. Του ζήτησε να παρεβρεθεί και να της δώσει την προσοχή του. Να την δει πως είναι εκτός του χώρου που την αντιμετώπιζε συνήθως. Να την αφήσει να τον γοητεύσει, να του δείξει τον εαυτό της που ως τότε αγνοούσε. Εκείνος δέχτηκε με μία εντυπωσιακή προθυμία αλλά η Kate ήταν σίγουρη, για αυτόν τον λόγο ακριβώς, ότι δεν θα πραγματοποιούνταν η επιθυμία της. Την τελευταία στιγμή την ενημέρωσε πως δεν θα τα κατάφερνε, της πέταξε μια φτηνή δικαιολογία στα μούτρα και έκλεισε την απολογία του με ένα υποκριτικό "I hope you wont hate me... (big!)". Ευτυχώς η Kate ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Είχε χάσει, ή μάλλον δεν είχε αποκτήσει ποτέ, τις ελπίδες της για κάποιο ενδιαφέρον από πλευράς του. Του απάντησε ψύχραιμα λοιπόν "Your loss, not mine." και έκλεισε τις πόρτες της παράστασης, τον έδιωξε και φρόντισε να του απαγορευτεί η είσοδος.

Έμεινε μόνο να αναρωτιέται: τί ήταν αυτό που του έδωσε την δυνατότητα να εισχωρήσει έτσι εκβιαστικά στον κόσμο της; Αφού άντρας δεν ήταν, πώς κατάφερε να μην τον τσακώσουν; Εκμεταλλεύτηκε την ελαστικότητά της, την θέλησή της να δώσει ευκαιρίες και να μην γίνει μια σκύλα που θα τον κατέκρινε για τα προφανή. Εκείνη όμως δεν σκόπευε να γίνει σκύλα εξαιτίας του! Αν το είχε κάνει βέβαια, δεν θα τον είχε αδικήσει, όπως μόνος του κατάφερε να αποδείξει. Άνανδρα και ύπουλα εισέβαλλε στην ζωή της, με τον ίδιο τρόπο το 'σκασε. Την πρώτη φορά η χαζούλα του επέτρεψε αυτή την "παρανομία", την δεύτερη όμως δεν του την συγχώρεσε. Πάτησε την θέλησή της και τραγούδησε με σιγουριά στους τίτλους του τέλους:


Well I 'm so tired baby
Things you say you 're driving me away
You should ´ve realized
I ´m not like the other gals

Well I don 't wanna live my life too many sleepless nights
Not mentioning the fights, I 'm sorry to say baby

I 'm walking away from the troubles in my life
I 'm walking away, to find a better day...