Monday, April 13, 2009

Πούλα με λοιπόν, στο ξαναλέω...


Ταξίδευε χαμένη στις σκέψεις της και πάλι... Σκεφτόταν το προηγούμενο πρωί, που το είχε περάσει χαζεύοντας τα ιστιοφόρα που περίμεναν ακίνητα κάποιον να τους δώσει την χαρά των κυμάτων, σε μία μαρίνα σε ένα προάστιο της άσχημης πόλης της. Συνειδητοποιούσε πως, με μεγάλη αγωνία, κάθε φορά τις Κυριακές έκανε διάφορες εξορμήσεις, προσπαθώντας να γνωρίσει τα μέρη αυτά και να αλλάξει γνώμη για τον τόπο που την μεγάλωσε και την έφερε σε αυτή την νεότητα γεμάτη αναμονή. Αναμονή για το καλύτερο που θε να 'ρθεί, για κείνο το κάτι που θα γέμιζε την ψυχή της ενθουσιασμό και λαχτάρα, για ένα όνειρο, μια αγάπη, κάτι να χαράξει την πορεία της.

Εκείνη την Κυριακή την πέρασε, λοιπόν, υπό το φως του ήλιου που ζέσταινε τα γυμνά της χέρια και το πρόσωπό της. Χάζευε τα πουλιά που πετούσαν από το ένα δέντρο στο άλλο, τα σκυλιά που έπαιζαν δίπλα στο νερό και τα γατάκια που έπαιρναν τον μεσημεριανό τους ύπνο λουσμένα στο φως και γεμάτα από το συναίσθημα της ασφάλειας που τους έδινε η παρουσία της μαμάς - γάτας λίγο παραδίπλα. Πανέμορφο ανοιξιάτικο μεσημέρι σε ένα μέρος ειδικά φτιαγμένο για δραπέτες.


Η Tiffany όμως προσπέρασε όλα αυτά τα θεάματα και κάρφωσε τα μάτια της στο πρόσωπό του. Καθόταν απέναντί της και κοιτούσε πότε την θάλασσα, πότε τα γατάκια, αλλά σχεδόν καθόλου εκείνη. Έπιναν τον καφέ τους και μιλούσαν για τα προβλήματά της. Αχ, και να 'ξερε πως το μεγαλύτερο πρόβλημά της ήταν εκείνος. Αχ, και να έκανε αυτό το ελάχιστο που θα έδιωχνε κάθε παράπονο από το βλέμμα της. Μια μονάχα λέξη του θα ήταν αρκετή. Μια μικρή εξήγηση για το πως ένιωθε, μια προσπάθεια να την ευχαριστήσει, ένα λουλούδι, μια αγκαλιά, ένα γλυκό φιλί ή έστω μια ματιά που θα έβλεπε τελικά την αγωνία της... Έκανε υπομονή και τα άντεχε όλα, ήξερε πως αν τελικά κατάφερνε να φέρει την ζεστασιά και πάλι στην καρδιά του θα είχε επιλέξει σωστά να περιμένει. Σκεφτόταν πως ίσως η βόλτα αυτή που της είχε προτείνει ήταν μια μικρή αναγνώριση της αμίλητης στάσης της και προσπάθησε να μην αφήσει να φανεί πόσο χρειαζόταν ένα φιλί του. Συνέχισε να υποστηρίζει την δυναμική της εικόνα, την αχαλίνωτη νιότη της που σε συνδυασμό με την θέλησή της δεν της επέτρεπε καμία ήττα.

Ξαφνικά το ταξίδι της στην χθεσινή μέρα τελείωσε και η προσγείωση στην πραγματικότητα ήταν αρκετά σκληρή για την πονεμένη της καρδιά. Βρέθηκε και πάλι στην καρέκλα της, σε ένα κενό δωμάτιο, με το ραδιόφωνο να παίζει ένα τραγούδι που για κείνη ήταν αγκάθι. Έμεινε εκεί καθισμένη για αρκετή ώρα. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, όταν διάβασε την απάντηση στο μήνυμά της, κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένη για ακόμη μια φορά. Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το κινητό της που τόσες φορές της είχε φέρει άσχημα νέα όπως εκείνη την στιγμή, το κρατούσε στα χέρια της απελπισμένη. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και στο μυαλό της έγινε μία έκρηξη που τα έκανε όλα και πάλι χαοτικά, μία άβυσσος κρυμμένη πίσω από το πρόσωπο μίας νέας κοπέλας που το μόνο που αποζητούσε ήταν να ξεπεράσει τον εαυτό της και να ερωτευτεί βαθιά. Ο χρόνος πάγωσε και το πνεύμα της σαν να βγήκε από το σώμα της και είδε τον εαυτό της όπως ήταν εκείνη την στιγμή: μισόγυμνη, με μαύρα πρόστυχα εσώρουχα και κάλτσες διχτυωτές ώς τους γοφούς, βρεγμένα μαλλιά τυλιγμένα σε μια πετσέτα, αχτένιστα ακόμη και κάτι μπότες λουστρίνι που θα ολοκλήρωναν το λουκ. Έδωσε μια με τα πόδια της και άρχισε να στριφογυρίζει με την μαύρη καρέκλα. Ανέβασε τα πόδια στο κάθισμα, έλυσε την πετσέτα από τα μαλλιά της και
πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα τους ανακατεύοντάς τα. Έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά της και άφησε να βγει η οργή της για την ανάγκη αυτή του Έρωτα να παιδεύει πάντα κάποιον από τους θαυμαστές του. Συνέχισε να στριφογυρίζει και ένιωθε την γεύση από σαμπούκα στο στόμα της πιο έντονη σε συνδιασμό με την ζάλη. Πέταξε τον κορσέ, έσκισε τις κάλτσες εξαγριωμένη και γονάτισε στο πάτωμα ουρλιάζοντας το τραγούδι της.

Την απογοήτευση αυτή είχε προκαλέσει η ευκολία με την οποία πήρε πίσω ο James την πρόσκλησή του: την είχε καλέσει σπίτι του εκείνο το βράδυ. Και οι δύο ήξεραν πως δεν θα έκαναν... σεξ... (γιατί έρωτα ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχαν κάνει!). Εκείνη όμως ήθελε να του κάνει έκπληξη, να εμφανιστεί με την φούστα της και τις μπότες, να πετάξει την ζακέτα και να φανεί πως μόνο εσώρουχα φορούσε από κάτω. Σχεδίαζε στο μυαλό της πως να τον πάει ως το δωμάτιο και στο φως των κεριών να τον ευχαριστήσει με τον τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε. Σκόπευε να του χαρίσει την ηδωνή που τον έκανε να σιγοσφυρίζει καθισμένος στο κρεβάτι μετά. Ήθελε μονάχα να του δώσει αυτό που του άρεσε και να δει την ευχαρίστηση στα μάτια του. Ας είχε ένας από τους δύο, τουλάχιστον, αυτό που ήθελε, της αρκούσε.


Η Tiffany ήξερε καλά πως δεν ήταν λόγος αυτός να στενοχωριέται, πως δεν ήταν αρκετά σημαντικό για να προκαλέσει αυτή την έκρηξή της. Την πλήγωνε όμως το γεγονός πως για άλλη μια φορά είχε μείνει σέκος, αλλά ακόμη χειρότερα αυτή την φορά είχε χάσει την ευκαιρία να το
υ δώσει κάτι να θυμάται πριν φύγει για το ταξίδι του στην Νέα Υόρκη την επόμενη μέρα. Μέσα της ένιωθε πως ξεπουλούσε τις αξίες της για αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ακύρωσε την συνάντησή τους γιατί ήταν πολύ κουρασμένος για να πάει να την πάρει από το σπίτι της. Και εκείνη ήταν όμως κουρασμένη: από την αδιαφορία. Είχε κατεβάσει αρκετές φορές το κεφάλι και θα το έκανε και πάλι απόψε για χατίρι του, για να του δώσει αυτό που όλοι οι άντρες ονειρεύονται: μια κοπέλα, που θα ικανοποιεί τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις χωρίς καν αυτοί να το ζητήσουν και που δεν θα ζητά καμία δέσμευση από μέρους τους.

Παρόλο που η καρδιά της ήταν κομμάτια, τα μάτια της μούσκευαν τα μάγουλά της με δάκρυα και το κορμί της κρύωνε μέσα σ' ό,τι είχε απομείνει από αυτά τα βρωμό-εσώρουχα, εκείνη τραγούδησε παράλληλα με το ραδιόφωνο και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε τους στίχους του τραγουδιού. Ήξερε μέσα της πως και πάλι θα τον περίμενε και... πίστευε πως έτσι έπρεπε να κάνει. Πως ήταν η σειρά της να περιμένει κάποιον και πως ναι, μια μέρα εκείνος θα έβλεπε τον έρωτα της, θα δεχόταν να θυσιάσει την εργένικη ζωή του για κείνην και θα άρχιζε επιτέλους ένας νέος κύκλος στην ζωή τους. Αποφάσισε λοιπόν να υπομένει και να περιμένει. Το τελευταίο δάκρυ κύλισε και η Tiffany σήκωσε το κεφάλι της ολοκληρώνοντας τους στίχους:

Πούλα με ακόμα μια φορά, δεν με πειράζει
Δεν με πειράζει που θα μείνω μοναχή
Απόψε το κορμί σου θα 'ναι αλλού

Θα' ναι σε κάτι ξεχασμένα καλοκαίρια
Θα 'ναι στις νύχτες της ατέλειωτης σιωπής
Θα 'ναι στα φιλμ της χαράς και της μιζέριας

Πούλα με λοιπόν στο ξαναλέω, πούλα με για λίγη σιγουριά
Πούλα με πολύ φθηνά δεν ξέρω, ίσως αύριο, να 'ναι αργά
Κι αν σε βλέπω αδιάφορα ξερά, δεν με πειράζει κι αν τα χείλη σου γελούν
Μια καληνύχτα αν μου πεις δεν με πειράζει, γιατί απόψε το κορμί σου θα 'ναι αλλού...


Πούλα με λοιπόν στο ξαναλέω...


5 comments:

  1. Τώρα από μένα τι περιμένεις να ακούσεις????

    Τα ίδια??? Λοιπόν αυτή τη φορά θα πρωτοτυπίσω... θα είμαι αντικειμενική. Μου άρεσε περισσότερο από τα άλλα για ένα και μόνο λόγο, γιατί έχεις ελληνικό πολυλατρεμένο κομμάτι.. που ταιριάζει με την διάθεση μου...

    Φιλιά πολλά κοριτσάρα....

    ReplyDelete
  2. Ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση, το απόλυτο ισοπέδωμα του εγώ για την ικανοποίηση του άλλου, πόσο τραγική ιστορία!
    Και οι λέξεις του τραγουδιού πόσο πολύ ταυτίζονται με τον ψυχισμό της Tiffany!

    Καλημέρα ChicaGriega γράφεις πολύ όμορφα!

    ReplyDelete
  3. Ευχαριστώ πολύ για την υποστήριξη! Το τραγούδι πράγματι πολυλατρεμένο και η τραγική θέση στον ανεκπλήρωτο έρωτα δοκιμασμένη από όλους..

    Τα φιλιά μου και τις καλησπέρες μου!
    χοχ

    ReplyDelete
  4. Νευριάζω με τις Tiffany του κόσμου, αλλά ακόμα περισσότερο με τους James. Δεν έχω βρεθεί ακόμα σε τέτοια κατάσταση, αλλά είναι τόσο κρίμα να περιμένεις όταν έχεις όλη τη ζωή σου μπροστά. Δεν αξίζει. Κανένας άνθρωπος που να απαιτεί τόσες θυσίες δεν αξίζει να βρίσκεται στη ζωή σου...

    Όμορφο κείμενο!

    ReplyDelete
  5. Φοβερό κείμενο!!!
    Φοβερό, ειλικρινά!! Απλό και πολύπλοκο, κατανοητό κι ακατανόητο... Πολύ όμορφο και εκ του θέματος και εκ της γραφής σου...

    ReplyDelete