Tuesday, March 3, 2009

Μια βραδιά σε ένα πλοίο...


Να τη πάλι αυτή η ανάγκη να γράψω. Πάνε χρόνια που δεν γράφω πια. Τί να σημαίνει άραγε αυτή μου η ανάγκη;


Βρίσκομαι στο κατάστρωμα 10 του Superfast XII, στο γυρισμό από Γαλλία. Φύγαμε χθες το πρωί στις 5 η ώρα, αφού κοιμηθήκαμε μονάχα 1 ώρα, απο τις 3.30 μέχρι τις 4.30. Εκείνος έκανε όλη την διαδρομή, οδήγησε ο καημένος 10 ώρες, σχεδόν χωρίς διάλειμμα.


Η αρχή του ταξιδιού ήταν δύσκολη, παλεύαμε να μην μας πάρει ο ύπνος! Εκείνος γιατί οδηγούσε και 'γω για να του κρατώ παρέα. Σιγά - σιγά όμως, καθώς ξημέρωνε, η θέα ήταν συναρπαστική και -εμένα τουλάχιστον- με κρατούσε ξύπνια. Η Soja και η μαμά του κοιμόντουσαν στο πίσω κάθισμα και έτσι αναγκαζόμασταν να ψυθηρίζουμε. Πριν φύγουμε είχε πιεί 3 καφέδες, εγώ ούτε νερό!

Όσο προχωρούσαμε η διαδρομή γινόταν πιο ευχάριστη. Οι δρόμοι στην Γαλλία είναι πολύ καλοφτιαγμένοι και οι οδηγοί συνεπείς, οπότε η αναμονή εν κινήσει ήταν εύκολη -στην αρχή τουλάχιστον. Είδαμε την αυγή μαζί, σε έναν τεράστιο ίσιο δρόμο που μας οδηγούσε προς τα 'κει από όπου ερχόταν ο ήλιος. Πανέμορφα! Σταδιακά το τοπίο άλλαζε, γινόταν κάπως ... εξωτικό! Φτάσαμε στο St. Tropé, στις Κάννες, στην Νίκαια και μετά στο Monaco. Η πρώτη μας στάση ήταν στο Monaco οπού φάγαμε πρωινό (που τελικά ήταν και μεσημεριανό μαζί) στις 8 η ώρα. Οι υπάλληλοι μιλούσαν κάτι περίεργα γαλλο-ιταλικά και μου ακούγονταν εντελώς χαζεμένοι. Τουλάχιστον στην Τουλόν δεν ήταν έτσι! Ήταν απλώς βλάχοι οι άνθρωποι!!


Τόση ώρα που κάθομαι εδώ στο κατάστρωμα, περνούν διάφοροι, μόνοι, με παρέα, με τσιγάρα, ποτά... Αλλά όλα είναι ήσυχα. Μόνο κάτι πλαστικά που τρίζουν σπάνε αυτή την σιωπή, η μηχανή του πλοίου και ο άνεμος. Τώρα - τώρα και 2 securitάδες που σχολιάζουν κάτι επιβάτες και ένα σκυλάκι που κλαίει, κλειδωμένο σ' αυτά τα απαίσια κλουβιά εδώ και ώρες. Απορώ πως ακουγεται ως εδώ, βρίσκομαι μέτρα μακριά. Θέλω πολύ να πάω να το παρηγορήσω. Είναι ένα μικρούλι μαυριδερό που τρέμει διαρκώς από φόβο το κακόμοιρο και δίπλα του είναι ένα μεγάλο που κλαίει γεμάτο παράπονο. Στην είσοδο όμως είναι και ένα ακόμη, νεαρό και άγριο, άσπρο με καταγάλανα μάτια, που γαυγίζει σε όποιον πλησιάζει. Έτσι δεν μπορώ να πάω να δω τα άλλα δυο γιατί θα ξυπνήσω τους πάντες εδώ γύρω.


Όπως πηγαίναμε, λοιπόν, το τοπίο όλο και ομόρφαινε. Το πιο όμορφο σημείο ήταν οι Κάννες -με διαφορά- και μετά οι δρόμοι της Ιταλίας -αν και γεμάτοι στροφές- στην διαδρομή από τα σύνορα μέχρι την Πάρμα. Η Γένοβα δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Πρωτού φτάσουμε Ιταλία, περνούσαμε από βουνά, εκείνος είπε πως ήταν οι Άλπεις, στα οποία ανάμεσα έβλεπες πόλεις και χωριά. Δεν ήταν όμως όπως τα ξέρουμε εμείς, στην κορυφή, κρεμασμένα από τον γκρεμό. Εκείνα ήταν χωμένα ανάμεσα στα βουνά, χαμηλά - χαμηλά και ‘μείς περνούσαμε από πάνω τους, διασχίζοντας τεράστιες, πανήψηλες, ατελείωτες γέφυρες. Η βλάστηση ήταν πανέμορφη, και η θάλασσα στο βάθος επίσης. Το έδαφος όλο ήταν καλυμμένο με ψηλά δέντρα, στριμωγμένα και χωρίς κλαδιά παρά μόνο στην κορφή. Είχαν κάτι κορμούς ίσιους και ξερούς και μονάχα μια καταπράσινη φούντα πάνω – πάνω. Ανάμεσα στα δέντρα στα αριστερά μας φαινόταν που και που και καμιά ... βιλίτσα! Όσο πλησιάζαμε στην Ιταλία, οι γέφυρες γίνονταν τούνελ. Με ‘κείνον, για να διασκεδάσουμε λιγάκι και να σπάσουμε την μονοτονία, πριν μπούμε σε κάθε τούνελ παίρναμε μια βαθιά ανάσα και προσπαθούσαμε να την κρατήσουμε μέχρι να βγούμε από το τούνελ. Έπρεπε να κάνουμε και μία ευχή ταυτόχρονα. Τα τούνελ όμως όλο και μεγάλωναν, έφταναν να είναι αρκετών χιλιομέτρων και εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο πια την αναπνοή μου. Οπότε έσκαγα και αρχίζαμε όλοι μαζί να γελάμε.


Πολύ κουνάει τώρα και έχει κρύο δυνατό αέρα. Τυλίγομαι με την πασμίνα που έχω μαζί μου, το μοναδικό μου μέσο προστασίας, αλλά μικρή η διαφορά.


Αφού περάσαμε πολλά μέρη, φτάσαμε σε μία πινακίδα τεράστια και μπλε με κίτρινα αστεράκια και άσπρα γράμματα που έλεγε * Ι Τ Α Λ Ι Α * . Από ‘κείνη την στιγμή και μετά το ταξίδι άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα κουραστικό. Τα τούνελ ήταν βρώμικα και παλιά, γεμάτα γκρέμια και ακατανόητες πινακίδες κυκλοφορίας. Ο δρόμος ήταν άτσαλος, οι λωρίδες μόνο 2 (μία για κάθε κατεύθυνση) και μάλιστα χωρίς έκτακτης-ανάγκης. Οι οδηγοί πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Όσο οι Γάλλοι αραίωναν τόσο πλησίαζες στον ... θάνατο! Αυτοί οι Ιταλοί ειναι άρρωστοι! Πάνε σαν μανιακοί και δεν τους σταματά τίποτα. Μεταξύ τους συνεννοούνται μια χαρά, αλλά όλοι οι υπόλοιποι υποφέρουμε. Όσο όμως στον δρόμο επικρατούσαν συνθήκες κόλασης, τόσο το τοπίο ήταν παραδεισένιο. Μόνη εξαίρεση όταν πλησιάζαμε σε πόλεις όπως η Γένοβα, όπου γινόταν το αδιαχώρητο από κακομοιριασμένους ουρανοξύστες-πολυκατοικίες και η φτώχεια ήταν τρομακτική. Τα χωριουδάκια με τα τελεφερίκ, τα σπίτια πάνω στον γκρεμό και ανάμεσα σε ζούγκλες από δέντρα, πάνω από τα τούνελ στα οποία χωνόμασταν βιαστικά, ήταν όλα τόσο γραφικά, ένα προς ένα. Όχι πλούσια, αλλά τυχερά. Σε ένα μέρος πολύ special... Μετά την Γένοβα το σκηνικό άλλαξε δραματικά. Δεν ήταν πια και πολύ εξευρωπαϊσμένη η κατάσταση, ήταν ολοφάνερα μεσογειακή. Παντού ακαταστασία, άθλιοι δρόμοι και κάτι βρωμοϊταλίδες που τσακώνονταν πάνω από το φαγητό μας ενώ μας το σέρβιραν στην στάση που κάναμε έξω από την Πάρμα.


Μόλις περάσαμε δίπλα από ένα περίεργο φωτεινό ...πράγμα. Πλοίο ήταν, αλλά έμοιαζε με τεράστιο ξενοδοχείο ακουμπισμένο στην ακρογιαλιά. Περάσαμε πολύ κοντα το ένα πλοίο από το άλλο και μπόρεσα να το χαζέψω λίγο. Τώρα το βλέπω να χάνεται στο σκοτάδι πάλι. Είναι 4 η ώρα, αν και η ώρα του καραβιού ειναι 5 (ακολουθεί την ώρα Ελλάδος αλλα εμένα ο οργανισμός μου ακόμη λειτουργεί με ώρα Γαλλίας - Ιταλίας). Είναι βαθιά η νύχτα. Αυτά τα πλαστικά ακόμη τρίζουν! Τώρα κουνάει πολύ και φοβάμαι την θάλασσα, αλλά αρχίζω να το συνηθίζω. Εξάλλου όσο και να φοβάμαι, στην πραγματικότητα δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να περιμένω.


Μετά την Πάρμα ο δρόμος ήταν εύκολος: μία τεράστια ευθεία από καλή άσφαλτο και 5 λωρίδες ανά κατεύθυνση. Πηγαίναμε με 180 για τουλάχιστον 2,5 ώρες. Κερδίσαμε αρκετό χρόνο έτσι. Εκεί που πηγαίναμε όμως ξαφνικά έπεσε λίγη κίνηση. Ενώ λοιπόν όλοι φρενάρανε, ο μπροστινός μας χάζευε και πήγε και έπεσε με full speed στην Alfa Romeo μπροστά του. Αυτός στο πίσω αμάξι -αυτός που έφταιγε- το έσπασε το Opel Astra του. Η μηχανή έβγαζε γκρι καπνούς και ..."η μούρη του είχε μπει όλη μέσα". Οι αερόσακοι πάντως δεν άνοιξαν! Θα ‘πρεπε, με τόση ταχύτητα. Από εκείνη την ώρα και μετά ...εκείνος... σε κάθε τοσοδούλικο φρενάρισμα έβαζε τα alarm και πήγε και κάθησε πίσω από έναν άλλο Γάλλο, για ασφάλεια! Μετά από λίγο έιδαμε στο αντίθετο ρεύμα να επικρατεί χάος. Είχε μία ουρά από αυτοκίνητα που δεν κινούνταν ούτε χιλιοστό τουλάχιστον για 15 χιλιόμετρα!!! Το βλέπαμε και δεν το πιστεύαμε.

Καθώς πλησιάζαμε στην Ανκόνα, εκείνος έκλεινε 10 ώρες στο τιμόνι με 1 ώρα μονάχα ύπνου. Τα βλέφαρά του πέφτανε και σχεδόν τον πήρε ο ύπνος στο τιμόνι 3 φορές. Κρατούσα εγώ το τιμόνι που και που και τον άφηνα να χαλαρώσει. Κάποια στιγμή που η διαδρομή έγινε πιο δύσκολη, του έπιασα το χέρι και άρχισα να του μιλάω. Τον τάιζα σοκολάτα και του μιλούσα για διάφορα θέματα που τον ενδιέφεραν για να κρατώ το μυαλό του σε εγρήγορση.

Επιτέλους μετά τις χαοτικές εξόδους της Ανκόνας φτάσαμε στο λιμάνι. Πήγαμε ως τον γκισέ, στον οποίο φτάσαμε αισιώς η μητέρα του και εγώ μετά από 15 λεπτά περπάτημα, και μετά ανεβήκαμε στο πλοίο. Η Soja άρχισε να νιώθει καλύτερα -she gets carsick- αλλά προέκυψαν κάποια προβλήματα με το κλουβί της. Τελικά την αφήσαμε σε ένα άλλο και κατεβήκαμε στο μπαρ. Η γλυκούλα μου έκλαιγε σαν μωρό, μοναχούλα της σε ένα κλουβί, χωρίς φως και τριγυρισμένη από άλλα σκυλιά που ήταν εξίσου τρομαγμένα (και ένα που απλώς ήταν φασαριόζικο!).

Πριν την αφήσουμε στο κλουβί, πήγαμε στις καμπίνες. Ο μπαμπάς του μας έκλεισε ως έκπληξη καμπίνες Ά θέσης... De loux… Είναι πανέμορφες, με θέα μπροστά, στο κέντρο του πλοίου. Βλέπουμε από το παράθυρο την θάλασσα μπροστά μας χωρίς τίποτα να μας κόβει την θέα. Πρέπει να ‘ναι πανάκριβες! Έχουμε και δωρεάν πρωινό. Αυτό το δώρο είναι γιατί ο μπαμπάς του είναι περήφανος για ‘κείνον.

Ακόμη δεν μπήκαμε Ελλάδα και ‘γω θέλω να στείλω το μήνυμα στην μαμά. Της το έγραψα όταν ανέβηκα εδώ πάνω και περιμένω να πιάσω σήμα Cosmote για να μην πληρώνουμε πάλι τα μαλλικέφαλά μας.

Η ώρα κοντεύει 4.30. Τα μάτια μου κουράστηκαν, θα κάτσω λίγο ακόμη όμως να διαβάσω το βιβλίο μου. Πολύ θα ‘θελα να κοιμηθώ αλλά δεν έχω τίποτα για να σκεπαστώ και πουθενά να κρύψω την τσάντα μου. Φοράω και το άσπρο κοντό φορεματάκι που πήραμε στην Τουλόν. Δύσκολο λοιπόν να κοιμηθώ! Κουνάει πολύ και όσο είναι σκοτάδι φοβάμαι. Το τραπέζι τραμπαλίζει κάτω από τα χέρια μου. Το κεφάλι μου γέρνει και το κορμί μου τρέμει μαζί με το τρέμουλο της μηχανής. Θα μείνω εδώ. Έχει αεράκι και βοηθάει, δεν ζαλίζομαι. Τουλάχιστον έχει ζέστη εδώ έξω. Μέσα κάνει παγωνιά, πρέπει να έχει κάτω από 17 βαθμούς. Ακόμη Ιταλία είμαστε. Οι άνθρωποι πάλι πάνε και έρχονται. Διάφορα φώτα καθρεφτίζονται στα παράθυρα και με κάνουν να νομίζω πως έχουμε επισκέπτες. Πλοία που ταξιδεύουν σαν και ‘μας....

Κυριακή, 24 Αυγούστου 2008

1 comment:

  1. Καλορίζικο το blog! Χαίρομαι που είμαι η πρώτη που αφήνει σχόλιο! :)

    Περιττό να σου πω ότι το κείμενό σου με έκανε να ταξιδέψω σε μέρη που ούτε σε χάρτες δεν έχω δει...αν αξίζει κάτι στη ζωή, είναι τα ταξίδια. Ελπίζω να κάνεις πολλά ακόμα και μάλιστα, με άτομα που να σου κρατούν παρέα και να κάνουν τη διαδρομή ομορφότερη! Κανείς δε μπορεί να μας πάρει τις αναμνήσεις μας και αυτή είναι η πραγματική περιουσία μας. Ελπίζω η δικιά σου να είναι πολύχρωμη!

    ReplyDelete