Wednesday, March 25, 2009

All the lights that light the way are blinding...

"Επιτέλους!" μονολόγησε η Summer, "ήρθε η άνοιξη!"... Είχε περάσει μια πολύ δύσκολη μέρα, όλο προσπάθεια με κάποιον, έστω τεχνητό τρόπο, να φέρει την άνοιξη πιο νωρίς. Δεν είχε καταφέρει τίποτε όμως! Την στιγμή εκείνη είχε λάβει ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό της, που της ζητούσε να πάει εκεί που η ίδια λάτρευε να βρίσκεται: στο σπίτι του Andrew. Ο Andrew ήταν εκείνος που κατακτούσε τα όνειρά της κάθε βράδυ. Εκείνος για τον οποίο κουβαλούσε κάθε ώρα και λεπτό το κινητό μαζί της, μην τυχόν και της τηλεφωνήσει και δεν το προσέξει... Φυσικά δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και έτρεξε να ετοιμαστεί. Ποτέ άλλωτε δεν της είχε ζητήσει με τέτοιο απλό και ειλικρινή τρόπο να συναντηθούν. Δεν της άφησε κανένα περιθώρειο παρεξήγησης, ήταν εμφανές ότι είχε στο μυαλό του να περάσουν μαζί κάποιες στιγμές ικανοποίησης και εκείνη το είχε πλέον αποδεχτεί.

Έφτασε και τον βρήκε να ετοιμάζει τον καφέ του, εκείνος με το που την είδε της όρμηξε! και... την φίλησε στα χείλη με μια αμήχανη επιθυμία. Κάθησαν στο σαλόνι και άρχισαν να χαζολογάνε, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, με ένα σωρό διακοπές από τηλέφωνα και κουδούνια που χτυπούσαν διαρκώς. Δεν τους πείραζε, είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν μια σχέση άνεσης και παροδικής "'επικοινωνίας", οπότε κάθε φορά που εκείνος ήταν απασχολημένος, η Summer όλο και κάτι έβρισκε να κάνει. Την μία χάζευε την συλλογή του από μουσικούς δίσκους, αργότερα την θέα από το παράθυρο και πάει λέγοντας...

Ο Andrew πηγαινο-ερχόταν και της έδινε πεταχτά φιλιά, μικρο-αγκαλίτσες, και που και που την σήκωνε από εκεί που καθόταν και την έσφιγγε κόντρα στο κορμί του. Εκείνη ένιωθε με μεγάλη σιγουριά την επιθυμία του, την... άγγιζε καταλάθος όταν εκείνος την αγκάλιαζε.

Σιγά σιγά με τις αγκαλιές έφτασαν στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξαν την πόρτα και με δειλά βηματάκια προς τα πίσω εκείνη τον τράβηξε μέσα. Εκείνος την αγκάλιασε, γυρίζοντας το κορμί της έτσι ώστε να είναι η πλάτη της προς το μέρος του. Πέρασε τα χέρια του κάτω από τα δικά της, έσκυψε στον λαιμό της και μύρισε τα καλοχτενισμένα μαλλιά της που έπεφταν ως το στήθος της. Άρχισε να την χαιδεύει απαλά και την κρατούσε στην αγκαλιά του προστατευτικά, γλυκά... Όχι ανυπόμονα και σεξουαλικά. Η Summer είχε αρχίσει να απορεί και γεμάτη αγωνία για τα καινούρια συναισθήματα γύρισε και τον φίλησε, άρχισε να επιδιώκει το πάθος και όχι τον ερωτισμό. Προτιμούσε να επιστρέψουν στις παλιές τους συνήθειες παρά να αφήσει την υποψία της για κάποιο ενδιαφέρον από την πλευρά του να την παρασύρει σε ελπιδοφόρες σκέψεις.

Μετά την πράξη επιβεβαίωσης έμειναν στο κρεβάτι και έλεγαν ο καθένας τα δικά του. Αστειεύονταν με παλιές εμπειρίες, ο ένας με τον άλλο, πετούσαν μικρά καρφάκια και μετά προσποιούνταν ότι δεν υπήρχε υποννοούμενο. Ο Andrew είχε αρχίσει να γλαρώνει και η Summer έπιασε το μήνυμα, σηκώθηκε και πήγε να ετοιμαστεί για να φύγει. Προς μεγάλη της έκπληξη εκείνος της ζήτησε να μην φύγει, να κάτσουν λίγο ακόμη μαζί. Γύρισε λοιπόν στο κρεβάτι και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα μαζί του, εκείνος χάιδευε το σώμα της απαλά και κείνη έκλεισε τα μάτια και το ευχαριστήθηκε όσο μπορούσε. Της φάνηκε σαν να κράτησε αιώνες εκείνο το απόγευμα, παρόλο που λένε πως όταν περνάς καλά ο χρόνος περνά πιο γρήγορα, είχε ζήσει κάθε δευτερόλεπτο της μέρας εκείνης ξεχωριστά.

Το βράδυ τους βρήκε αραχτούς στον μικρό ζετσό καναπέ του, ο ένας χυμένος πάνω σ' αυτόν και η άλλη με τα πόδια της απλωμένα στο πλάι του καναπέ και το κεφάλι της ακουμπησμένο στο σώμα του. Όταν σηκώθηκαν για να φύγουν ήταν σαν κάτι να είχε αλλάξει αλλα όλα παρέμεναν ίδια. Η σκέψη της παρέμενε μπερδεμένη και εκείνος συνέχιζε με αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του που η Summer δεν είχε καταφέρει ποτέ να αποκωδικοποιήσει.

Αποφάσισε να του μιλήσει την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε. Αλλά τί να του πει; Μάλλον αν του πει θα τον τρομάξει. Καλύτερο είναι όμως να επιστρατεύει όλη της την διπλωματία για να τον κατακτήσει σιγά σιγά και να δεχτεί όλους τους πιθανούς συμβιβασμούς που μπορεί να σημαίνει μια τέτοια κίνηση; Ή μήπως έπρεπε να πάρει το ρίσκο;

Στον δρόμο για την επιστροφή μερικοί στίχοι της έδωσαν την απάντηση και αποφάσισε να κάνει την διαφορά, θα έπερνε το ρίσκο:

By now you should 've somehow

Realized what you gotta do
I don't believe that anybody
Feels the way I do about you now

And all the roads that lead to you were winding
And all the lights that light the way are blinding
There are many things that I would like to say to you
I don't know how

I said maybe
You're gonna be the one who saves me ?
And after all
You're my wonderwall...

Wednesday, March 11, 2009

Sleight of hand and a twist of fate...

She never really understood what it was that he wanted... They had met at an interview, she went to his company to get a job and instead she fell in love with her potential boss. Since the first time they saw each other she knew she wanted him to be hers.

She was in the room watching him doing his job and all she could think of was that look in his eyes, his voice that was so warm, that odder that was just making her want to close her eyes and travel to secret places with him...He was just driving her crazy. His eyes were shinning like two stars that stood out of a whole mess of stars in that black sky of hers. But it was an accidental touch that caused the explosion in her mind.

He never looked at her in a special way, but she knew she could win him over. She did everything he ever asked for, she even did more. She was always punctual and taken care of, she was happy and smiling all the time. Always inviting everyone to go for a drink after work, just so he would say yes, just for once at least!

After a couple of months he made a move… A tiny little one, but... it was still a move! He had added her on that messenger thing. Some day he started chatting with her. He was such a different person through the net than he was at work. He was not that cold and indifferent guy -which she still liked-, he was caring and asking her about herself instead. Not that he was being sweet or anything, not even close to that! He was all trying to sound smart, finding ways to freak her out and trying to excuse himself for having started a conversation out of nowhere. What he didn't know was that Jessica was not as of a kid as he thought. Maybe she was a lot younger but she was still pretty attracted by challenges. It was the biggest challenge for her to make him confess he had noticed her or maybe even better to make him ask her out on a date. So, she did. His efforts to scare her away, just because he himself was scared to death of having any kind of feelings for her, didn’t manage to stop her.

After days of waiting for him to go online and talk to her, and after hours of chatting as if nothing was going on and trying hard to play cool and smart, he finally asked her to go to his place. She said yes without thinking about it twice. She run to her bathroom and made herself look as pretty as possible, she used her favorite perfume, did her hair as she had never done it in front of him before and put on her sexiest underwear. She was absolutely stunning! Jessica knew that it was her only opportunity to make him fall in love with her.

An hour later they were in his car, driving back to his place and getting ready to give this date a head start. They had a couple of drinks while he was persistently making comments about her age, trying to make himself feel more comfortable and at the same time her to regret having accepted his proposal. He didn’t get any of the above done, she was still comfy and he was still having second thoughts about the whole situation they had going on over there.

Though he seemed scared, he touched her hand while she was dragging on about her past relationships. Well, he made the mistake of asking her! He slowly went closer and at a certain point he grabbed her and started kissing her. His movements were so awkward and his kisses so timid. On the other hand she was so sexy and so ready for anything that she helped him -yes, that same guy that was making jokes about her being 10 years younger- get over it. She went on top of him and started unbuttoning his shirt. He carried her to the bedroom and ripped off the shirt she had tried to unbotton, he was too impatient to let her take it off. He started being a beast (in a positive way). He got her naked within seconds and started licking her legs from the toes all the way up. Then he tasted her most intimate place’s juice and it literally drove him crazy. He went inside of her and he was so hard and oh, so big! They tried every position they could think of and they kept on doing it for hours. The whole place was steaming up and they were both so sweaty and sexy. She loved shoving her nails into his skin, licking the sweat off of his neck and grabbing his wet back, touching the line of his spine as he was moving back and forth. He was breathing on her skin and that was turning her on even more. His sighs were getting stronger and stronger and so did he... He made her bend over and as he was doing it to her he was grabbing her from the hair and smacking her ass. He was so hard -not harsh- Jessie started to hurt. He came first and so they stopped. Even though it had been an act of absolute sexual passion there still was a little romance between them. As they were lying down on the bed he was playing with her hair as if he was feeling bad for having grabbed it earlier. She was caressing his skin and he was getting ticklish. They stayed there talking for a while, commenting on the previously done.

The night ended but they kept on seeing each other. She went over to his place a couple more times and the same thing happened over and over again. She really wanted him to fall in love with her; she was starting falling in love with him. Well, actually, that was happening since day one. He didn’t seem to be interested in her in a sentimental way; it was more of a sexual kind of thing to him. The truth is that Jessica was trying hard to find out how the hell his mind was working. It was pretty complicated as they both admitted. Apparently he was making it hard for her on purpose, being terrified of starting something more intimate with her. Not that he was wrong being afraid of the consequences of such a thing; he could be jeopardizing his career.

At work she was completely fine about what had happened even though it was a huge secret. Him instead , he was always mixing other people’s names with hers, he couldn’t look directly at her and he was being awkward and clumsy around her. She enjoyed that a lot because it was the only sign of him remembering what had happened between them.

Even though she wanted to see him again, he didn’t call for quite some time. So she decided that she‘d take her revenge. When he dared to call she decided to spice it up a little and make him realize that sex with her was not only about fucking each other out of his mind. She had him thinking he wanted to see her again and this time: just for dinner. Just to look her in the eye and talk about places they had travelled. With (in their minds) or without each other... But she can still see the stone set in his eyes, sleight of hand and twist of fate, on a bed of nails he makes her wait, and she waits without him. With or without him.

Tuesday, March 3, 2009

I cheated myself...


"Hand me your Stella and fly" είπε στην φίλη της η Amy όταν τελικά αποφάσισε να ακούσει την φίλη της και να την ακολουθήσει σε μία προγραμματισμένη εδώ και βδομάδες έξοδο. Ήθελε πολύ να γυρίσει σπιτάκι της και να αναπτύξει την πολύχρονη σχέση της με το τηλεκοντρόλ, αλλά σκέφτηκε πως είναι κρίμα να το ακυρώσει τελευταία στιγμή, είναι κάπως ανεύθυνο. Πήρε, λοιπόν, τα ταλαιπωρημένα ποδαράκια της και μαζί τραβήξανε κατά την στάση του τραμ.

Το τραμ όλο πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε και πουθενά δεν έφτανε. Μετά από μία ώρα περίπου κατέβηκαν στην μέση του πουθενά και άρχισαν να ψάχνουν τις κοκόνες που περίμεναν κάπου εκεί γύρω. Όσο η Vicky τηλεφωνούσε απεγνωσμένα μία εκ των δύο κοκονών, η Amy χάζευε την ομίχλη και την υγρασία από το χορτάρι. Περπατούσαν πάνω - κάτω προσπαθώντας να εντοπίσουν τα απόντα μέλη της παρέας, παραπατούσαν σε πετραδάκια και τα τακούνια τους βυθίζονταν σε λάσπες και... ποιός ξέρει τι άλλο, αν λάβουμε υπόψη μας το γνωστό ρητό που αναφέρεται σε όσους νυχτοπερπατούν...

Ακολούθησαν αρκετά λεπτά περιπλάνησης και αναζήτησης και τελικά κατέληξαν όλες μαζί στο μαγαζί του προορισμού τους. Πέρασαν ώρες ακούγοντας μουσική και ανταλλάσσοντας κουτσομπολίστικα σχόλια. Όταν το συγκρότημα τελείωσε την επίδειξη του, ο τραγουδιστής κατέβηκε από την σκηνή και πήρε με την σειρά τα τραπέζια για να βελτιώσει τις δημόσιες σχέσεις της μπάντας του.

Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του τραπεζιού των κοριτσιών. Η Amy ήταν απασχολημένη, μιλούσε με έναν περίεργο τύπο ο οποίος αναζητούσε στην μορφή της επιβεβαίωση. Εκείνη όμως είχε νιώσει το ένστικτό της να μπαίνει σε λειτουργία και κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν αξιόπιστος. Όταν ο Thomas της μίλησε εκείνη δεν πολυέδωσε σημασία. Του απάντησε μονολεκτικά και συνέχισε να πίνει το ποτό της. Εκείνος ομως δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοια αντιμετώπιση. Ως τραγουδιστής είχε μάθει να έχει όλες τις κοπελίτσες στα πόδια του, να λιώνουν με ένα του βλέμμα και να παρακαλάνε για ένα του φιλί. Αυτή η αντιμετώπιση λοιπόν προκάλεσε το ενδιαφέρον του. Τον έκανε να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που έκανε την Amy διαφορετική. Πήγε σπίτι του και έψαξε στο διαδίκτυο να την εντοπίσει και να ρίξει μια ματιά πιο ελεύθερα. Αφού την βρήκε της ζήτησε να βγουν, αντιμετωπίζοντάς την επίτηδες όπως θα αντιμετώπιζε όλες τις υπόλοιπες ...θαυμάστριές του.

Την πήγε να πιούν λευκό κρασί σε ένα ήσυχο και τζαζ μπαρ, κάπου κοντά στην θάλασσα. Μιλούσαν επί ώρες, της έλεγε για εμπειρίες από το παρελθόν του και την κοίταζε επίμονα στα μάτια περιμένοντας εκείνη να κάνει την πρώτη κίνηση. Έφυγαν από το φως των κεριών και πήγαν σε κείνο του φεγγαριού. Πήγαν με το αυτοκίνητο σε μία παραλία και έμειναν εκεί για ώρες, μέχρι τις 5 το πρωί. Άκουσαν μουσική, κάπνισαν τσιγάρα, ήπιαν και λιγάκι ακόμη, συνοδεύοντας έτσι την συζήτησή τους. Κανένας από τους δύο δεν έκανε κίνηση, παρόλο που ο Thomas ομολόγησε αργότερα πως το ήθελε πολύ.

Πέρασαν οι μέρες και βγήκαν και πάλι κάποιο βράδυ. Και πάλι για κρασί, και πάλι για συζήτηση. Εκείνος είχε πλέον φτάσει στα όρια του και προσπάθησε να την σπρώξει και 'κείνη στα δικά της κάνοντάς της μία ερώτηση με σκοπό να την πιάσει εξ απροόπτου. Δεν είχε καταλάβει όμως πως την συγκεκριμένη ερώτηση σκόπευε να του κάνει και η ίδια στο τέλος της βραδιάς.

"Τί θές απ' την ζωή μου;" της είπε ενώ έτρεχαν για να κρυφτούν σε κάποιο υπόστεγο για να γλιτώσουν την πολλή βροχη. Η Amy σταμάτησε στην μέση του δρόμου και του είπε πως ήξεραν και οι δύο πολύ καλά ότι εκείνος κάτι ήθελε από την δική της, όχι εκείνη απο την δική του. Ο Thomas άφωνος την τράβηξε από το χέρι και μπήκαν στο μαγαζί. Μετά το πρώτο ποτό εκείνος άρχισε να εκδηλώνεται και κείνη να χαλαρώνει. Κάποια στιγμή της είπε με μάτια όλο υποννοούμενο: "θέλεις να πάμε σπίτι να δούμε ταινία;". Εκείνη συμφώνησε, γνωρίζοντας σε τι είδους "ταινία" αναφερόταν ο επικείμενος εραστής της. Περπάτησαν βιαστικά ως το σπίτι και κάθησαν στον καναπέ, τηρώντας υποκριτικά αποστάσεις. Άναψαν την τηλεόραση και για μερικά δευτερόλεπτα παρίσταναν πως είχαν σκοπό να παρακολουθήσουν εκείνο το ντοκιμαντέρ για τα φίδια...

Την πρώτη κίνηση την έκανε ο Thomas, φιλώντας την με πάθος και ανυπομονησία. Συνέχισαν δοκιμάζοντας τις δικές τους αντοχές αλλά και αυτές του καναπέ. Δοκίμασαν να πάρουν κάθε πιθανή μορφή, σταμάτησαν και ξαναξεκίνησαν "ατελείωτες" φορές. Αυτή τη φορά δεν αντάλλαξαν ούτε κουβέντα. Έμειναν σιωπηλοί και η επικοινωνία γινόταν μέσω αναστεναγμών και βλεμμάτων. Εκείνος την κοίταζε επίμονα, όσο και 'κείνο το βράδυ κοντά στην θάλασσα. Η ματιά του όμως δεν ήταν η ίδια. Κάτι ζητούσε, κάτι περίμενε. Είχε μετατραπεί σε ένα σαγηνευτικό κτήνος που έκανε την Amy να αναρωτιέται πώς γίνεται να αποκτήσει αυτή την ξαφνική λάμψη και προκλητική ομορφιά μέσα σε μερικές μόλις στιγμές επαφής. Το κορμί του ήταν πολύ πιο όμορφο από ότι το είχε φανταστεί. Οι γραμμώσεις του ίσα που φαίνονταν και η μυρωδιά του ήταν για 'κείνην λαχταριστή. Ήταν και οι δύο τόσο ιδρωμένοι που στα σώματά τους το φως του δρόμου έκανε παιχνίδια. Μόνοι μάρτυρες εκείνης της βραδιάς ήταν αυτό ακριβώς το φώς και το λιγοστό αεράκι που έμπαινε απο το μισάνοιχτο παράθυρο κάνοντας να χορεύει την πορτοκαλί κουρτίνα. Και οι δυο τους το γνώριζαν πολύ καλά αυτό και γι' αυτό απόλαυσαν ελεύθερα την συν...άντησή τους απλωμένοι σε κάθε εκατοστό του, ενώνοντας κάθε χιλιοστό των κορμιών τους, αναπνέοντας κάθε δευτερόλεπτο που τους απέμενε να είναι μαζί.

Όταν έσβησε η φλόγα της νύχτας και το φως της μέρας άρχισε να δίνει σημάδια για το πως είχαν τα πράγματα η Amy σηκώθηκε από τον μουσκεμένο από έρωτα καναπέ και πηγαίνοντας στην πόρτα, του ψυθήρισε στ' αφτι:

"Sweet reunion, Jamaica and Spain,
We're like how we were again.

Then you notice likkle carpet burn,
My stomach drops and my guts churn,
You shrug and it's the worst,
Who truly stuck the knife in first?

I cheated myself,
Like I knew I would
I told you I was trouble,
You know that I'm no good."

Μια βραδιά σε ένα πλοίο...


Να τη πάλι αυτή η ανάγκη να γράψω. Πάνε χρόνια που δεν γράφω πια. Τί να σημαίνει άραγε αυτή μου η ανάγκη;


Βρίσκομαι στο κατάστρωμα 10 του Superfast XII, στο γυρισμό από Γαλλία. Φύγαμε χθες το πρωί στις 5 η ώρα, αφού κοιμηθήκαμε μονάχα 1 ώρα, απο τις 3.30 μέχρι τις 4.30. Εκείνος έκανε όλη την διαδρομή, οδήγησε ο καημένος 10 ώρες, σχεδόν χωρίς διάλειμμα.


Η αρχή του ταξιδιού ήταν δύσκολη, παλεύαμε να μην μας πάρει ο ύπνος! Εκείνος γιατί οδηγούσε και 'γω για να του κρατώ παρέα. Σιγά - σιγά όμως, καθώς ξημέρωνε, η θέα ήταν συναρπαστική και -εμένα τουλάχιστον- με κρατούσε ξύπνια. Η Soja και η μαμά του κοιμόντουσαν στο πίσω κάθισμα και έτσι αναγκαζόμασταν να ψυθηρίζουμε. Πριν φύγουμε είχε πιεί 3 καφέδες, εγώ ούτε νερό!

Όσο προχωρούσαμε η διαδρομή γινόταν πιο ευχάριστη. Οι δρόμοι στην Γαλλία είναι πολύ καλοφτιαγμένοι και οι οδηγοί συνεπείς, οπότε η αναμονή εν κινήσει ήταν εύκολη -στην αρχή τουλάχιστον. Είδαμε την αυγή μαζί, σε έναν τεράστιο ίσιο δρόμο που μας οδηγούσε προς τα 'κει από όπου ερχόταν ο ήλιος. Πανέμορφα! Σταδιακά το τοπίο άλλαζε, γινόταν κάπως ... εξωτικό! Φτάσαμε στο St. Tropé, στις Κάννες, στην Νίκαια και μετά στο Monaco. Η πρώτη μας στάση ήταν στο Monaco οπού φάγαμε πρωινό (που τελικά ήταν και μεσημεριανό μαζί) στις 8 η ώρα. Οι υπάλληλοι μιλούσαν κάτι περίεργα γαλλο-ιταλικά και μου ακούγονταν εντελώς χαζεμένοι. Τουλάχιστον στην Τουλόν δεν ήταν έτσι! Ήταν απλώς βλάχοι οι άνθρωποι!!


Τόση ώρα που κάθομαι εδώ στο κατάστρωμα, περνούν διάφοροι, μόνοι, με παρέα, με τσιγάρα, ποτά... Αλλά όλα είναι ήσυχα. Μόνο κάτι πλαστικά που τρίζουν σπάνε αυτή την σιωπή, η μηχανή του πλοίου και ο άνεμος. Τώρα - τώρα και 2 securitάδες που σχολιάζουν κάτι επιβάτες και ένα σκυλάκι που κλαίει, κλειδωμένο σ' αυτά τα απαίσια κλουβιά εδώ και ώρες. Απορώ πως ακουγεται ως εδώ, βρίσκομαι μέτρα μακριά. Θέλω πολύ να πάω να το παρηγορήσω. Είναι ένα μικρούλι μαυριδερό που τρέμει διαρκώς από φόβο το κακόμοιρο και δίπλα του είναι ένα μεγάλο που κλαίει γεμάτο παράπονο. Στην είσοδο όμως είναι και ένα ακόμη, νεαρό και άγριο, άσπρο με καταγάλανα μάτια, που γαυγίζει σε όποιον πλησιάζει. Έτσι δεν μπορώ να πάω να δω τα άλλα δυο γιατί θα ξυπνήσω τους πάντες εδώ γύρω.


Όπως πηγαίναμε, λοιπόν, το τοπίο όλο και ομόρφαινε. Το πιο όμορφο σημείο ήταν οι Κάννες -με διαφορά- και μετά οι δρόμοι της Ιταλίας -αν και γεμάτοι στροφές- στην διαδρομή από τα σύνορα μέχρι την Πάρμα. Η Γένοβα δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Πρωτού φτάσουμε Ιταλία, περνούσαμε από βουνά, εκείνος είπε πως ήταν οι Άλπεις, στα οποία ανάμεσα έβλεπες πόλεις και χωριά. Δεν ήταν όμως όπως τα ξέρουμε εμείς, στην κορυφή, κρεμασμένα από τον γκρεμό. Εκείνα ήταν χωμένα ανάμεσα στα βουνά, χαμηλά - χαμηλά και ‘μείς περνούσαμε από πάνω τους, διασχίζοντας τεράστιες, πανήψηλες, ατελείωτες γέφυρες. Η βλάστηση ήταν πανέμορφη, και η θάλασσα στο βάθος επίσης. Το έδαφος όλο ήταν καλυμμένο με ψηλά δέντρα, στριμωγμένα και χωρίς κλαδιά παρά μόνο στην κορφή. Είχαν κάτι κορμούς ίσιους και ξερούς και μονάχα μια καταπράσινη φούντα πάνω – πάνω. Ανάμεσα στα δέντρα στα αριστερά μας φαινόταν που και που και καμιά ... βιλίτσα! Όσο πλησιάζαμε στην Ιταλία, οι γέφυρες γίνονταν τούνελ. Με ‘κείνον, για να διασκεδάσουμε λιγάκι και να σπάσουμε την μονοτονία, πριν μπούμε σε κάθε τούνελ παίρναμε μια βαθιά ανάσα και προσπαθούσαμε να την κρατήσουμε μέχρι να βγούμε από το τούνελ. Έπρεπε να κάνουμε και μία ευχή ταυτόχρονα. Τα τούνελ όμως όλο και μεγάλωναν, έφταναν να είναι αρκετών χιλιομέτρων και εγώ δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο πια την αναπνοή μου. Οπότε έσκαγα και αρχίζαμε όλοι μαζί να γελάμε.


Πολύ κουνάει τώρα και έχει κρύο δυνατό αέρα. Τυλίγομαι με την πασμίνα που έχω μαζί μου, το μοναδικό μου μέσο προστασίας, αλλά μικρή η διαφορά.


Αφού περάσαμε πολλά μέρη, φτάσαμε σε μία πινακίδα τεράστια και μπλε με κίτρινα αστεράκια και άσπρα γράμματα που έλεγε * Ι Τ Α Λ Ι Α * . Από ‘κείνη την στιγμή και μετά το ταξίδι άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα κουραστικό. Τα τούνελ ήταν βρώμικα και παλιά, γεμάτα γκρέμια και ακατανόητες πινακίδες κυκλοφορίας. Ο δρόμος ήταν άτσαλος, οι λωρίδες μόνο 2 (μία για κάθε κατεύθυνση) και μάλιστα χωρίς έκτακτης-ανάγκης. Οι οδηγοί πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Όσο οι Γάλλοι αραίωναν τόσο πλησίαζες στον ... θάνατο! Αυτοί οι Ιταλοί ειναι άρρωστοι! Πάνε σαν μανιακοί και δεν τους σταματά τίποτα. Μεταξύ τους συνεννοούνται μια χαρά, αλλά όλοι οι υπόλοιποι υποφέρουμε. Όσο όμως στον δρόμο επικρατούσαν συνθήκες κόλασης, τόσο το τοπίο ήταν παραδεισένιο. Μόνη εξαίρεση όταν πλησιάζαμε σε πόλεις όπως η Γένοβα, όπου γινόταν το αδιαχώρητο από κακομοιριασμένους ουρανοξύστες-πολυκατοικίες και η φτώχεια ήταν τρομακτική. Τα χωριουδάκια με τα τελεφερίκ, τα σπίτια πάνω στον γκρεμό και ανάμεσα σε ζούγκλες από δέντρα, πάνω από τα τούνελ στα οποία χωνόμασταν βιαστικά, ήταν όλα τόσο γραφικά, ένα προς ένα. Όχι πλούσια, αλλά τυχερά. Σε ένα μέρος πολύ special... Μετά την Γένοβα το σκηνικό άλλαξε δραματικά. Δεν ήταν πια και πολύ εξευρωπαϊσμένη η κατάσταση, ήταν ολοφάνερα μεσογειακή. Παντού ακαταστασία, άθλιοι δρόμοι και κάτι βρωμοϊταλίδες που τσακώνονταν πάνω από το φαγητό μας ενώ μας το σέρβιραν στην στάση που κάναμε έξω από την Πάρμα.


Μόλις περάσαμε δίπλα από ένα περίεργο φωτεινό ...πράγμα. Πλοίο ήταν, αλλά έμοιαζε με τεράστιο ξενοδοχείο ακουμπισμένο στην ακρογιαλιά. Περάσαμε πολύ κοντα το ένα πλοίο από το άλλο και μπόρεσα να το χαζέψω λίγο. Τώρα το βλέπω να χάνεται στο σκοτάδι πάλι. Είναι 4 η ώρα, αν και η ώρα του καραβιού ειναι 5 (ακολουθεί την ώρα Ελλάδος αλλα εμένα ο οργανισμός μου ακόμη λειτουργεί με ώρα Γαλλίας - Ιταλίας). Είναι βαθιά η νύχτα. Αυτά τα πλαστικά ακόμη τρίζουν! Τώρα κουνάει πολύ και φοβάμαι την θάλασσα, αλλά αρχίζω να το συνηθίζω. Εξάλλου όσο και να φοβάμαι, στην πραγματικότητα δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να περιμένω.


Μετά την Πάρμα ο δρόμος ήταν εύκολος: μία τεράστια ευθεία από καλή άσφαλτο και 5 λωρίδες ανά κατεύθυνση. Πηγαίναμε με 180 για τουλάχιστον 2,5 ώρες. Κερδίσαμε αρκετό χρόνο έτσι. Εκεί που πηγαίναμε όμως ξαφνικά έπεσε λίγη κίνηση. Ενώ λοιπόν όλοι φρενάρανε, ο μπροστινός μας χάζευε και πήγε και έπεσε με full speed στην Alfa Romeo μπροστά του. Αυτός στο πίσω αμάξι -αυτός που έφταιγε- το έσπασε το Opel Astra του. Η μηχανή έβγαζε γκρι καπνούς και ..."η μούρη του είχε μπει όλη μέσα". Οι αερόσακοι πάντως δεν άνοιξαν! Θα ‘πρεπε, με τόση ταχύτητα. Από εκείνη την ώρα και μετά ...εκείνος... σε κάθε τοσοδούλικο φρενάρισμα έβαζε τα alarm και πήγε και κάθησε πίσω από έναν άλλο Γάλλο, για ασφάλεια! Μετά από λίγο έιδαμε στο αντίθετο ρεύμα να επικρατεί χάος. Είχε μία ουρά από αυτοκίνητα που δεν κινούνταν ούτε χιλιοστό τουλάχιστον για 15 χιλιόμετρα!!! Το βλέπαμε και δεν το πιστεύαμε.

Καθώς πλησιάζαμε στην Ανκόνα, εκείνος έκλεινε 10 ώρες στο τιμόνι με 1 ώρα μονάχα ύπνου. Τα βλέφαρά του πέφτανε και σχεδόν τον πήρε ο ύπνος στο τιμόνι 3 φορές. Κρατούσα εγώ το τιμόνι που και που και τον άφηνα να χαλαρώσει. Κάποια στιγμή που η διαδρομή έγινε πιο δύσκολη, του έπιασα το χέρι και άρχισα να του μιλάω. Τον τάιζα σοκολάτα και του μιλούσα για διάφορα θέματα που τον ενδιέφεραν για να κρατώ το μυαλό του σε εγρήγορση.

Επιτέλους μετά τις χαοτικές εξόδους της Ανκόνας φτάσαμε στο λιμάνι. Πήγαμε ως τον γκισέ, στον οποίο φτάσαμε αισιώς η μητέρα του και εγώ μετά από 15 λεπτά περπάτημα, και μετά ανεβήκαμε στο πλοίο. Η Soja άρχισε να νιώθει καλύτερα -she gets carsick- αλλά προέκυψαν κάποια προβλήματα με το κλουβί της. Τελικά την αφήσαμε σε ένα άλλο και κατεβήκαμε στο μπαρ. Η γλυκούλα μου έκλαιγε σαν μωρό, μοναχούλα της σε ένα κλουβί, χωρίς φως και τριγυρισμένη από άλλα σκυλιά που ήταν εξίσου τρομαγμένα (και ένα που απλώς ήταν φασαριόζικο!).

Πριν την αφήσουμε στο κλουβί, πήγαμε στις καμπίνες. Ο μπαμπάς του μας έκλεισε ως έκπληξη καμπίνες Ά θέσης... De loux… Είναι πανέμορφες, με θέα μπροστά, στο κέντρο του πλοίου. Βλέπουμε από το παράθυρο την θάλασσα μπροστά μας χωρίς τίποτα να μας κόβει την θέα. Πρέπει να ‘ναι πανάκριβες! Έχουμε και δωρεάν πρωινό. Αυτό το δώρο είναι γιατί ο μπαμπάς του είναι περήφανος για ‘κείνον.

Ακόμη δεν μπήκαμε Ελλάδα και ‘γω θέλω να στείλω το μήνυμα στην μαμά. Της το έγραψα όταν ανέβηκα εδώ πάνω και περιμένω να πιάσω σήμα Cosmote για να μην πληρώνουμε πάλι τα μαλλικέφαλά μας.

Η ώρα κοντεύει 4.30. Τα μάτια μου κουράστηκαν, θα κάτσω λίγο ακόμη όμως να διαβάσω το βιβλίο μου. Πολύ θα ‘θελα να κοιμηθώ αλλά δεν έχω τίποτα για να σκεπαστώ και πουθενά να κρύψω την τσάντα μου. Φοράω και το άσπρο κοντό φορεματάκι που πήραμε στην Τουλόν. Δύσκολο λοιπόν να κοιμηθώ! Κουνάει πολύ και όσο είναι σκοτάδι φοβάμαι. Το τραπέζι τραμπαλίζει κάτω από τα χέρια μου. Το κεφάλι μου γέρνει και το κορμί μου τρέμει μαζί με το τρέμουλο της μηχανής. Θα μείνω εδώ. Έχει αεράκι και βοηθάει, δεν ζαλίζομαι. Τουλάχιστον έχει ζέστη εδώ έξω. Μέσα κάνει παγωνιά, πρέπει να έχει κάτω από 17 βαθμούς. Ακόμη Ιταλία είμαστε. Οι άνθρωποι πάλι πάνε και έρχονται. Διάφορα φώτα καθρεφτίζονται στα παράθυρα και με κάνουν να νομίζω πως έχουμε επισκέπτες. Πλοία που ταξιδεύουν σαν και ‘μας....

Κυριακή, 24 Αυγούστου 2008